συναπαρτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συναπαρτίζω < ελληνιστική κοινή συναπαρτίζω[1] [2] < αρχαία ελληνική ἀπαρτίζω < ἄρτι
Ρήμα
επεξεργασίασυναπαρτίζω (παθητική φωνή: συναπαρτίζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- συναπάρτιση
- συναπάρτισμα
- → δείτε τις λέξεις συν και απαρτίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συναπαρτίζω | συναπάρτιζα | θα συναπαρτίζω | να συναπαρτίζω | συναπαρτίζοντας | |
β' ενικ. | συναπαρτίζεις | συναπάρτιζες | θα συναπαρτίζεις | να συναπαρτίζεις | συναπάρτιζε | |
γ' ενικ. | συναπαρτίζει | συναπάρτιζε | θα συναπαρτίζει | να συναπαρτίζει | ||
α' πληθ. | συναπαρτίζουμε | συναπαρτίζαμε | θα συναπαρτίζουμε | να συναπαρτίζουμε | ||
β' πληθ. | συναπαρτίζετε | συναπαρτίζατε | θα συναπαρτίζετε | να συναπαρτίζετε | συναπαρτίζετε | |
γ' πληθ. | συναπαρτίζουν(ε) | συναπάρτιζαν συναπαρτίζαν(ε) |
θα συναπαρτίζουν(ε) | να συναπαρτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συναπάρτισα | θα συναπαρτίσω | να συναπαρτίσω | συναπαρτίσει | ||
β' ενικ. | συναπάρτισες | θα συναπαρτίσεις | να συναπαρτίσεις | συναπάρτισε | ||
γ' ενικ. | συναπάρτισε | θα συναπαρτίσει | να συναπαρτίσει | |||
α' πληθ. | συναπαρτίσαμε | θα συναπαρτίσουμε | να συναπαρτίσουμε | |||
β' πληθ. | συναπαρτίσατε | θα συναπαρτίσετε | να συναπαρτίσετε | συναπαρτίστε | ||
γ' πληθ. | συναπάρτισαν συναπαρτίσαν(ε) |
θα συναπαρτίσουν(ε) | να συναπαρτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συναπαρτίσει | είχα συναπαρτίσει | θα έχω συναπαρτίσει | να έχω συναπαρτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις συναπαρτίσει | είχες συναπαρτίσει | θα έχεις συναπαρτίσει | να έχεις συναπαρτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει συναπαρτίσει | είχε συναπαρτίσει | θα έχει συναπαρτίσει | να έχει συναπαρτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συναπαρτίσει | είχαμε συναπαρτίσει | θα έχουμε συναπαρτίσει | να έχουμε συναπαρτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε συναπαρτίσει | είχατε συναπαρτίσει | θα έχετε συναπαρτίσει | να έχετε συναπαρτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συναπαρτίσει | είχαν συναπαρτίσει | θα έχουν συναπαρτίσει | να έχουν συναπαρτίσει |
|
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συναπαρτίζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συναπαρτίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ συναπαρτίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.