συναπαρτίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυναπαρτίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος συναπαρτίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συναπαρτίζομαι | συναπαρτιζόμουν(α) | θα συναπαρτίζομαι | να συναπαρτίζομαι | ||
β' ενικ. | συναπαρτίζεσαι | συναπαρτιζόσουν(α) | θα συναπαρτίζεσαι | να συναπαρτίζεσαι | (συναπαρτίζου) | |
γ' ενικ. | συναπαρτίζεται | συναπαρτιζόταν(ε) | θα συναπαρτίζεται | να συναπαρτίζεται | ||
α' πληθ. | συναπαρτιζόμαστε | συναπαρτιζόμαστε συναπαρτιζόμασταν |
θα συναπαρτιζόμαστε | να συναπαρτιζόμαστε | ||
β' πληθ. | συναπαρτίζεστε | συναπαρτιζόσαστε συναπαρτιζόσασταν |
θα συναπαρτίζεστε | να συναπαρτίζεστε | (συναπαρτίζεστε) | |
γ' πληθ. | συναπαρτίζονται | συναπαρτίζονταν συναπαρτιζόντουσαν |
θα συναπαρτίζονται | να συναπαρτίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συναπαρτίστηκα | θα συναπαρτιστώ | να συναπαρτιστώ | συναπαρτιστεί | ||
β' ενικ. | συναπαρτίστηκες | θα συναπαρτιστείς | να συναπαρτιστείς | συναπαρτίσου | ||
γ' ενικ. | συναπαρτίστηκε | θα συναπαρτιστεί | να συναπαρτιστεί | |||
α' πληθ. | συναπαρτιστήκαμε | θα συναπαρτιστούμε | να συναπαρτιστούμε | |||
β' πληθ. | συναπαρτιστήκατε | θα συναπαρτιστείτε | να συναπαρτιστείτε | συναπαρτιστείτε | ||
γ' πληθ. | συναπαρτίστηκαν συναπαρτιστήκαν(ε) |
θα συναπαρτιστούν(ε) | να συναπαρτιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συναπαρτιστεί | είχα συναπαρτιστεί | θα έχω συναπαρτιστεί | να έχω συναπαρτιστεί | συναπαρτισμένος | |
β' ενικ. | έχεις συναπαρτιστεί | είχες συναπαρτιστεί | θα έχεις συναπαρτιστεί | να έχεις συναπαρτιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει συναπαρτιστεί | είχε συναπαρτιστεί | θα έχει συναπαρτιστεί | να έχει συναπαρτιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συναπαρτιστεί | είχαμε συναπαρτιστεί | θα έχουμε συναπαρτιστεί | να έχουμε συναπαρτιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε συναπαρτιστεί | είχατε συναπαρτιστεί | θα έχετε συναπαρτιστεί | να έχετε συναπαρτιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συναπαρτιστεί | είχαν συναπαρτιστεί | θα έχουν συναπαρτιστεί | να έχουν συναπαρτιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συναπαρτίζομαι
|
Πηγές
επεξεργασία- συναπαρτίζομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)