ενεστώτας string together
γ΄ ενικό ενεστώτα strings together
αόριστος strung together
παθητική μετοχή strung together
ενεργητική μετοχή stringing together

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις string και together

string together (en)

  1. διευθετώ σε σειρά, παρατάσσω, παρατάσσομαι
  2. (δευτερευόντως) συναπαρτίζω, συνδέω συνδυαστικά, συνδέω, συνδυάζω
    • συνθέτω συνεκτικό σύνολο