string together
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | string together |
γ΄ ενικό ενεστώτα | strings together |
αόριστος | strung together |
παθητική μετοχή | strung together |
ενεργητική μετοχή | stringing together |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαstring together (en)
- διευθετώ σε σειρά, παρατάσσω, παρατάσσομαι
- (δευτερευόντως) συναπαρτίζω, συνδέω συνδυαστικά, συνδέω, συνδυάζω
- συνθέτω συνεκτικό σύνολο