διευθετώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διευθετώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διευθετῶ, συνηρημένος τύπος του διευθετέω < διά (δι-) + αρχαία ελληνική εὐθετέω / εὐθετῶ < εὔθετος < εὖ + τίθημι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.e.fθeˈto/ και νεότερη προφορά
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ευ‐θε‐τώ
Ρήμα
επεξεργασίαδιευθετώ, αόρ.: διευθέτησα, παθ.φωνή: διευθετούμαι, π.αόρ.: διευθετήθηκα, μτχ.π.π.: διευθετημένος
- τακτοποιώ κάποια ενοχλητική ή προβληματική κατάσταση
- τακτοποιώ ή διαμορφώνω κάτι με τις κατάλληλες ενέργειες
- ※ Παλαιοί χείμαρροι, όπως αυτοί της οδού Αναγεννήσεως, της Διεθνούς Εκθέσεως, της Ευαγγελίστριας, της οδού Λύτρα δίπλα στο Γ' Σώμα Στρατού, της Σχολής Κωνσταντινίδη, του Λαογραφικού Μουσείου, της Νέστορος Τύπα ή αλλιώς Αλλατίνη, διευθετήθηκαν προπολεμικά τόσο από τους δήμους όσο και από τις, κατά περίοδο, αρμόδιες υπηρεσίες. Αλλοι σκεπάστηκαν από την Υπηρεσία Εγγείων Βελτιώσεων, άλλοι από τον παλαιό Οργανισμό Αποχέτευσης κι άλλοι από τη σημερινή Εταιρεία Υδρευσης - Αποχέτευσης, ανάλογα με τα μέσα και τις ανάγκες της εποχής. (enet.gr)
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τις λέξεις διά, εύθετος και θέτω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διευθετώ | διευθετούσα | θα διευθετώ | να διευθετώ | διευθετώντας | |
β' ενικ. | διευθετείς | διευθετούσες | θα διευθετείς | να διευθετείς | ||
γ' ενικ. | διευθετεί | διευθετούσε | θα διευθετεί | να διευθετεί | ||
α' πληθ. | διευθετούμε | διευθετούσαμε | θα διευθετούμε | να διευθετούμε | ||
β' πληθ. | διευθετείτε | διευθετούσατε | θα διευθετείτε | να διευθετείτε | διευθετείτε | |
γ' πληθ. | διευθετούν(ε) | διευθετούσαν(ε) | θα διευθετούν(ε) | να διευθετούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διευθέτησα | θα διευθετήσω | να διευθετήσω | διευθετήσει | ||
β' ενικ. | διευθέτησες | θα διευθετήσεις | να διευθετήσεις | διευθέτησε | ||
γ' ενικ. | διευθέτησε | θα διευθετήσει | να διευθετήσει | |||
α' πληθ. | διευθετήσαμε | θα διευθετήσουμε | να διευθετήσουμε | |||
β' πληθ. | διευθετήσατε | θα διευθετήσετε | να διευθετήσετε | διευθετήστε | ||
γ' πληθ. | διευθέτησαν διευθετήσαν(ε) |
θα διευθετήσουν(ε) | να διευθετήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διευθετήσει | είχα διευθετήσει | θα έχω διευθετήσει | να έχω διευθετήσει | ||
β' ενικ. | έχεις διευθετήσει | είχες διευθετήσει | θα έχεις διευθετήσει | να έχεις διευθετήσει | ||
γ' ενικ. | έχει διευθετήσει | είχε διευθετήσει | θα έχει διευθετήσει | να έχει διευθετήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διευθετήσει | είχαμε διευθετήσει | θα έχουμε διευθετήσει | να έχουμε διευθετήσει | ||
β' πληθ. | έχετε διευθετήσει | είχατε διευθετήσει | θα έχετε διευθετήσει | να έχετε διευθετήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διευθετήσει | είχαν διευθετήσει | θα έχουν διευθετήσει | να έχουν διευθετήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διευθετούμαι | διευθετούμουν | θα διευθετούμαι | να διευθετούμαι | ||
β' ενικ. | διευθετείσαι | διευθετούσουν | θα διευθετείσαι | να διευθετείσαι | ||
γ' ενικ. | διευθετείται | διευθετούνταν | θα διευθετείται | να διευθετείται | ||
α' πληθ. | διευθετούμαστε | διευθετούμασταν διευθετούμαστε |
θα διευθετούμαστε | να διευθετούμαστε | ||
β' πληθ. | διευθετείστε | διευθετούσασταν διευθετούσαστε |
θα διευθετείστε | να διευθετείστε | διευθετείστε | |
γ' πληθ. | διευθετούνται | διευθετούνταν | θα διευθετούνται | να διευθετούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διευθετήθηκα | θα διευθετηθώ | να διευθετηθώ | διευθετηθεί | ||
β' ενικ. | διευθετήθηκες | θα διευθετηθείς | να διευθετηθείς | διευθετήσου | ||
γ' ενικ. | διευθετήθηκε | θα διευθετηθεί | να διευθετηθεί | |||
α' πληθ. | διευθετηθήκαμε | θα διευθετηθούμε | να διευθετηθούμε | |||
β' πληθ. | διευθετηθήκατε | θα διευθετηθείτε | να διευθετηθείτε | διευθετηθείτε | ||
γ' πληθ. | διευθετήθηκαν διευθετηθήκαν(ε) |
θα διευθετηθούν(ε) | να διευθετηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διευθετηθεί | είχα διευθετηθεί | θα έχω διευθετηθεί | να έχω διευθετηθεί | διευθετημένος | |
β' ενικ. | έχεις διευθετηθεί | είχες διευθετηθεί | θα έχεις διευθετηθεί | να έχεις διευθετηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διευθετηθεί | είχε διευθετηθεί | θα έχει διευθετηθεί | να έχει διευθετηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διευθετηθεί | είχαμε διευθετηθεί | θα έχουμε διευθετηθεί | να έχουμε διευθετηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διευθετηθεί | είχατε διευθετηθεί | θα έχετε διευθετηθεί | να έχετε διευθετηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διευθετηθεί | είχαν διευθετηθεί | θα έχουν διευθετηθεί | να έχουν διευθετηθεί |