ενεστώτας arrange
γ΄ ενικό ενεστώτα arranges
αόριστος arranged
παθητική μετοχή arranged
ενεργητική μετοχή arranging

arrange (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κανονίζω, ορίζω, οργανώνω, διοργανώνω, σχεδιάζω κάτι εκ των προτέρων
      I am arranging a meeting.
    Κανονίζω μια συγκέντρωση.
      I arranged for you to meet him.
    Κανόνισα να τον συναντήσεις.
      Nothing is arranged yet.
    Τίποτα δεν είναι κανονισμένο ακόμα.
      on the arranged day - την ορισμένη μέρα
      I’m arranging a new meeting.
    Ορίζω μια νέα συνάντηση.
      I arrange a demonstration.
    Οργανώνω/Διοργανώνω μια διαδήλωση.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη organize
  2. (μεταβατικό) τακτοποιώ, διατάσσω, βάζω κάτι σε μια συγκεκριμένη σειρά· κάνω κάτι νοικοκυρεμένο ή ελκυστικό
      She arranged the flowers in a vase.
    Τακτοποίησε τα λουλούδια σε βάζα.
      Your books should be arranged on the bookshelf and not at the floor.
    Τα βιβλία σου να είναι τακτοποιημένα στη βιβλιοθήκη και όχι στο πάτωμα.
      She arranged the bibliography alphabetically.
    Διέταξε τη βιβλιογραφία αλφαβητικά.
      Their furniture is arranged well.
    Αυτά τα έπιπλα τους είναι καλά διαταγμένα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη tidy