ενικός         πληθυντικός  
arrangement arrangements

  Ετυμολογία

επεξεργασία
arrangement < arrange + -ment

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

arrangement (en)

  1. (μετρήσιμο, συνήθως πληθυντικός) η ετοιμασία, ένα σχέδιο που κάνω για να γίνει κάτι
    ⮡  I made arrangements for the trip.
    Έκανα ετοιμασίες για το ταξίδι.
     συνώνυμα: preparation
  2. η διάταξη
  3. η τακτοποίηση, η διευθέτηση
  4. (μουσική) διασκευή, προσαρμογή, ενορχήστρωση, επανενορχήστρωση



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
arrangement arrangements

arrangement (fr) αρσενικό

  1. η διάταξη
  2. η τακτοποίηση, η διευθέτηση
  3. (μουσική) η διασκευή

Συγγενικά

επεξεργασία