arrangement
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
arrangement (en)
- η διάταξη
- η τακτοποίηση, η διευθέτηση
- (μουσική) διασκευή, προσαρμογή, ενορχήστρωση, επανενορχήστρωση
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Προφορά Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
arrangement | arrangements |
arrangement (fr) αρσενικό
- η διάταξη
- η τακτοποίηση, η διευθέτηση
- (μουσική) η διασκευή