ετοιμασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ετοιμασία < αρχαία ελληνική ἑτοιμασία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ti.maˈsi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαετοιμασία θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ετοιμάζω
Συγγενικά
επεξεργασία- απροετοιμασία
- προετοιμασία
- → δείτε τις λέξεις ετοιμάζω και έτοιμος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ετοιμασία