ἑτοιμασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἑτοιμασίᾱ | αἱ | ἑτοιμασίαι |
γενική | τῆς | ἑτοιμασίᾱς | τῶν | ἑτοιμασιῶν |
δοτική | τῇ | ἑτοιμασίᾳ | ταῖς | ἑτοιμασίαις |
αιτιατική | τὴν | ἑτοιμασίᾱν | τὰς | ἑτοιμασίᾱς |
κλητική ὦ! | ἑτοιμασίᾱ | ἑτοιμασίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑτοιμασίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἑτοιμασίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἑτοιμασία θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ἑτοιμασία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.