Δείτε επίσης: preparation

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
préparation préparations

préparation (fr) θηλυκό

  1. η προετοιμασία, η ετοιμασία
  2. το παρασκεύασμα
  3. το προπαρασκευή
  4. (ειδικότερα) το φαρμακευτικό παρασκεύασμα

Συγγενικά

επεξεργασία