Δείτε επίσης: preparation

Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /pʁe.pa.ʁa.sjɔ̃/
 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
préparation préparations

préparation (fr) θηλυκό

  1. η προετοιμασία, η ετοιμασία
  2. το παρασκεύασμα
  3. το προπαρασκευή
  4. (ειδικότερα) το φαρμακευτικό παρασκεύασμα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία