Δείτε επίσης: préparation
      ενικός         πληθυντικός  
preparation preparations

Ετυμολογία

επεξεργασία
preparation < prepare + -ation

Ουσιαστικό

επεξεργασία

preparation (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η προετοιμασία, η ετοιμασία, η ενέργεια ή η διαδικασία του να προετοιμαστώ για κάτι ή να προετοιμάζω κάτι
    παράδειγμα  the lack of preparation and the subsequent failure in the exams - η έλλειψη προετοιμασίας και η επακόλουθη αποτυχία στις εξετάσεις
    παράδειγμα  Some preparation is required for all this.
    Για όλα αυτά χρειάζεται κάποια ετοιμασία.
    παράδειγμα  The food is in preparation.
    Το φαγητό ετοιμάζεται.
  2. (μετρήσιμο, συνήθως πληθυντικός) η προετοιμασία, η ετοιμασία, τα πράγματα που κάνω για να ετοιμαστώ για κάτι ή να ετοιμάσω κάτι
    παράδειγμα  They are making preparations for war.
    Κάνουν προετοιμασίες/Ετοιμάζονται για πόλεμο.
    παράδειγμα  I made preparations for the trip.
    Έκανα ετοιμασίες για το ταξίδι.
     συνώνυμα: arrangement