preparation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
preparation | preparations |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpreparation (en)
- (μη μετρήσιμο) η προετοιμασία, η ετοιμασία, η ενέργεια ή η διαδικασία του να προετοιμαστώ για κάτι ή να προετοιμάζω κάτι
- ⮡ the lack of preparation and the subsequent failure in the exams - η έλλειψη προετοιμασίας και η επακόλουθη αποτυχία στις εξετάσεις
- ⮡ Some preparation is required for all this.
- Για όλα αυτά χρειάζεται κάποια ετοιμασία.
- ⮡ The food is in preparation.
- Το φαγητό ετοιμάζεται.
- (μετρήσιμο, συνήθως πληθυντικός) η προετοιμασία, η ετοιμασία, τα πράγματα που κάνω για να ετοιμαστώ για κάτι ή να ετοιμάσω κάτι
- ⮡ They are making preparations for war.
- Κάνουν προετοιμασίες/Ετοιμάζονται για πόλεμο.
- ⮡ I made preparations for the trip.
- Έκανα ετοιμασίες για το ταξίδι.
- ≈ συνώνυμα: arrangement
- ⮡ They are making preparations for war.
Πηγές
επεξεργασία- preparation - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 340, 738. ISBN 9780194325684., λήμμα: ετοιμάζω, ετοιμασία, προετοιμασία