ετοιμάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ετοιμάζω < αρχαία ελληνική ἑτοιμάζω < ἕτοιμος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.tiˈma.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαετοιμάζω (παθητική φωνή: ετοιμάζομαι)
- με τις κατάλληλες ενέργειες και προεργασία φέρνω κάποιον ή κάτι σε κατάσταση ετοιμότητας, το(ν) καθιστώ έτοιμο για κάτι
- προετοιμάζω
- ※ ετοιμάζω τα μοντέλα για φωτογράφιση
- συγυρίζω, ευτρεπίζω
- οργανώνω, προγραμματίζω, σχεδιάζω
- διδάσκω, προετοιμάζω για εξετάσεις
- (αθλητισμός) προπονώ
- μηχανορραφώ
- (μαγειρική) παρασκευάζω
Συνώνυμα
επεξεργασία- (χαζιρεύω)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη έτοιμος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ετοιμάζω | ετοίμαζα | θα ετοιμάζω | να ετοιμάζω | ετοιμάζοντας | |
β' ενικ. | ετοιμάζεις | ετοίμαζες | θα ετοιμάζεις | να ετοιμάζεις | ετοίμαζε | |
γ' ενικ. | ετοιμάζει | ετοίμαζε | θα ετοιμάζει | να ετοιμάζει | ||
α' πληθ. | ετοιμάζουμε | ετοιμάζαμε | θα ετοιμάζουμε | να ετοιμάζουμε | ||
β' πληθ. | ετοιμάζετε | ετοιμάζατε | θα ετοιμάζετε | να ετοιμάζετε | ετοιμάζετε | |
γ' πληθ. | ετοιμάζουν(ε) | ετοίμαζαν ετοιμάζαν(ε) |
θα ετοιμάζουν(ε) | να ετοιμάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ετοίμασα | θα ετοιμάσω | να ετοιμάσω | ετοιμάσει | ||
β' ενικ. | ετοίμασες | θα ετοιμάσεις | να ετοιμάσεις | ετοίμασε | ||
γ' ενικ. | ετοίμασε | θα ετοιμάσει | να ετοιμάσει | |||
α' πληθ. | ετοιμάσαμε | θα ετοιμάσουμε | να ετοιμάσουμε | |||
β' πληθ. | ετοιμάσατε | θα ετοιμάσετε | να ετοιμάσετε | ετοιμάστε | ||
γ' πληθ. | ετοίμασαν ετοιμάσαν(ε) |
θα ετοιμάσουν(ε) | να ετοιμάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ετοιμάσει | είχα ετοιμάσει | θα έχω ετοιμάσει | να έχω ετοιμάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ετοιμάσει | είχες ετοιμάσει | θα έχεις ετοιμάσει | να έχεις ετοιμάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ετοιμάσει | είχε ετοιμάσει | θα έχει ετοιμάσει | να έχει ετοιμάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ετοιμάσει | είχαμε ετοιμάσει | θα έχουμε ετοιμάσει | να έχουμε ετοιμάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ετοιμάσει | είχατε ετοιμάσει | θα έχετε ετοιμάσει | να έχετε ετοιμάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ετοιμάσει | είχαν ετοιμάσει | θα έχουν ετοιμάσει | να έχουν ετοιμάσει |
|