Ετυμολογία

επεξεργασία
συγυρίζω < μεσαιωνική ελληνική συγυρίζω (διαπομπεύω, μαζί με άλλους εκθέτω σε προπηλακισμούς κάποιον γυρίζοντάς τον στους δρόμους της πόλης)

συγυρίζω

  1. τακτοποιώ αντικείμενα, περιορίζω την ακαταστασία
      Σκέφτηκε να μαζέψει, να συγυρίσει τα ρούχα του, που τα είχε πετάξει κάτω. (Δημήτρης Κολλάτος, Οι ελιές)
     συνώνυμα: συμμαζεύω
  2. βάζω κάποιον στη θέση του, τον τιμωρώ, τον εγκαλώ (έννοια που απόμεινε από το μεσαιωνικό συγύρισμα)
  3. (παθητική φωνή) συγυρίζομαι: φροντίζω τον εαυτό μου, την εξωτερική μου εμφάνιση

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία