διαπομπεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαπομπεύω < (ελληνιστική κοινή) διαπομπεύω
Ρήμα
επεξεργασίαδιαπομπεύω
- (λόγιο) χλευάζω, ρεζιλεύω κι εξευτελίζω δημόσια κάποιον
Συγγενικά
επεξεργασία- διαπόμπευση
- → δείτε τις λέξεις διά, πομπεύω και πέμπω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαπομπεύω | διαπόμπευα | θα διαπομπεύω | να διαπομπεύω | διαπομπεύοντας | |
β' ενικ. | διαπομπεύεις | διαπόμπευες | θα διαπομπεύεις | να διαπομπεύεις | διαπόμπευε | |
γ' ενικ. | διαπομπεύει | διαπόμπευε | θα διαπομπεύει | να διαπομπεύει | ||
α' πληθ. | διαπομπεύουμε | διαπομπεύαμε | θα διαπομπεύουμε | να διαπομπεύουμε | ||
β' πληθ. | διαπομπεύετε | διαπομπεύατε | θα διαπομπεύετε | να διαπομπεύετε | διαπομπεύετε | |
γ' πληθ. | διαπομπεύουν(ε) | διαπόμπευαν διαπομπεύαν(ε) |
θα διαπομπεύουν(ε) | να διαπομπεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαπόμπευσα | θα διαπομπεύσω | να διαπομπεύσω | διαπομπεύσει | ||
β' ενικ. | διαπόμπευσες | θα διαπομπεύσεις | να διαπομπεύσεις | διαπόμπευσε | ||
γ' ενικ. | διαπόμπευσε | θα διαπομπεύσει | να διαπομπεύσει | |||
α' πληθ. | διαπομπεύσαμε | θα διαπομπεύσουμε | να διαπομπεύσουμε | |||
β' πληθ. | διαπομπεύσατε | θα διαπομπεύσετε | να διαπομπεύσετε | διαπομπεύστε | ||
γ' πληθ. | διαπόμπευσαν διαπομπεύσαν(ε) |
θα διαπομπεύσουν(ε) | να διαπομπεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαπομπεύσει | είχα διαπομπεύσει | θα έχω διαπομπεύσει | να έχω διαπομπεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαπομπεύσει | είχες διαπομπεύσει | θα έχεις διαπομπεύσει | να έχεις διαπομπεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαπομπεύσει | είχε διαπομπεύσει | θα έχει διαπομπεύσει | να έχει διαπομπεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαπομπεύσει | είχαμε διαπομπεύσει | θα έχουμε διαπομπεύσει | να έχουμε διαπομπεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαπομπεύσει | είχατε διαπομπεύσει | θα έχετε διαπομπεύσει | να έχετε διαπομπεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαπομπεύσει | είχαν διαπομπεύσει | θα έχουν διαπομπεύσει | να έχουν διαπομπεύσει |
|