εξευτελίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξευτελίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξευτελίζω[1] < ἐξ + εὐτελίζω < αρχαία ελληνική εὐτελής < εὖ + τέλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.kse.fteˈli.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαεξευτελίζω, αόρ.: εξευτέλισα, παθ.φωνή: εξευτελίζομαι, π.αόρ.: εξευτελίστηκα, μτχ.π.π.: εξευτελισμένος
- (μεταβατικό) (για πρόσωπα) φέρομαι με απόλυτη περιφρόνηση απέναντι σε κάποιον, προκαλώ την ηθική του μείωση, ταπείνωση
- Μίλησε μπροστά σε όλο τον κόσμο για τα ελλείμματα στο ταμείο του. Τον εξευτέλισε μπροστά στους συναδέλφους του αλλά και τους πελάτες.
- (μεταβατικό) (για αφηρημένες έννοιες ή για αντικείμενα) τα μειώνω, ρίχνω την αξία τους, τη σημασία τους
- ※ Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς:
μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την, γυρίζοντας συχνά κι εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινήν ανοησία
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική. (Κ. Καβάφης, "Όσο Μπορείς")
- ※ Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς:
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ξεφτελίζω (λαϊκότροπο) (και ετυμολογική γραφή με ξευ-)
- ξεφτιλίζω (λαϊκότροπο) (και ετυμολογική γραφή με ξευ-)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- εξευτελισμός
- εξευτελισμένος & ξεφτιλισμένος
- εξευτελιστικός
- εξευτελιστικά (επίρρημα)
- κατεξευτιλίζω
- ξεφτίλα
- ξεφτίλας
- → δείτε τις λέξεις ευτελίζω, ευτελής, ευ και τέλος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξευτελίζω | εξευτέλιζα | θα εξευτελίζω | να εξευτελίζω | εξευτελίζοντας | |
β' ενικ. | εξευτελίζεις | εξευτέλιζες | θα εξευτελίζεις | να εξευτελίζεις | εξευτέλιζε | |
γ' ενικ. | εξευτελίζει | εξευτέλιζε | θα εξευτελίζει | να εξευτελίζει | ||
α' πληθ. | εξευτελίζουμε | εξευτελίζαμε | θα εξευτελίζουμε | να εξευτελίζουμε | ||
β' πληθ. | εξευτελίζετε | εξευτελίζατε | θα εξευτελίζετε | να εξευτελίζετε | εξευτελίζετε | |
γ' πληθ. | εξευτελίζουν(ε) | εξευτέλιζαν εξευτελίζαν(ε) |
θα εξευτελίζουν(ε) | να εξευτελίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξευτέλισα | θα εξευτελίσω | να εξευτελίσω | εξευτελίσει | ||
β' ενικ. | εξευτέλισες | θα εξευτελίσεις | να εξευτελίσεις | εξευτέλισε | ||
γ' ενικ. | εξευτέλισε | θα εξευτελίσει | να εξευτελίσει | |||
α' πληθ. | εξευτελίσαμε | θα εξευτελίσουμε | να εξευτελίσουμε | |||
β' πληθ. | εξευτελίσατε | θα εξευτελίσετε | να εξευτελίσετε | εξευτελίστε | ||
γ' πληθ. | εξευτέλισαν εξευτελίσαν(ε) |
θα εξευτελίσουν(ε) | να εξευτελίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξευτελίσει | είχα εξευτελίσει | θα έχω εξευτελίσει | να έχω εξευτελίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξευτελίσει | είχες εξευτελίσει | θα έχεις εξευτελίσει | να έχεις εξευτελίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξευτελίσει | είχε εξευτελίσει | θα έχει εξευτελίσει | να έχει εξευτελίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξευτελίσει | είχαμε εξευτελίσει | θα έχουμε εξευτελίσει | να έχουμε εξευτελίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξευτελίσει | είχατε εξευτελίσει | θα έχετε εξευτελίσει | να έχετε εξευτελίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξευτελίσει | είχαν εξευτελίσει | θα έχουν εξευτελίσει | να έχουν εξευτελίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξευτελίζομαι | εξευτελιζόμουν(α) | θα εξευτελίζομαι | να εξευτελίζομαι | εξευτελιζόμενος | |
β' ενικ. | εξευτελίζεσαι | εξευτελιζόσουν(α) | θα εξευτελίζεσαι | να εξευτελίζεσαι | (εξευτελίζου) | |
γ' ενικ. | εξευτελίζεται | εξευτελιζόταν(ε) | θα εξευτελίζεται | να εξευτελίζεται | ||
α' πληθ. | εξευτελιζόμαστε | εξευτελιζόμαστε εξευτελιζόμασταν |
θα εξευτελιζόμαστε | να εξευτελιζόμαστε | ||
β' πληθ. | εξευτελίζεστε | εξευτελιζόσαστε εξευτελιζόσασταν |
θα εξευτελίζεστε | να εξευτελίζεστε | (εξευτελίζεστε) | |
γ' πληθ. | εξευτελίζονται | εξευτελίζονταν εξευτελιζόντουσαν |
θα εξευτελίζονται | να εξευτελίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξευτελίστηκα | θα εξευτελιστώ | να εξευτελιστώ | εξευτελιστεί | ||
β' ενικ. | εξευτελίστηκες | θα εξευτελιστείς | να εξευτελιστείς | εξευτελίσου | ||
γ' ενικ. | εξευτελίστηκε | θα εξευτελιστεί | να εξευτελιστεί | |||
α' πληθ. | εξευτελιστήκαμε | θα εξευτελιστούμε | να εξευτελιστούμε | |||
β' πληθ. | εξευτελιστήκατε | θα εξευτελιστείτε | να εξευτελιστείτε | εξευτελιστείτε | ||
γ' πληθ. | εξευτελίστηκαν εξευτελιστήκαν(ε) |
θα εξευτελιστούν(ε) | να εξευτελιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξευτελιστεί | είχα εξευτελιστεί | θα έχω εξευτελιστεί | να έχω εξευτελιστεί | εξευτελισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εξευτελιστεί | είχες εξευτελιστεί | θα έχεις εξευτελιστεί | να έχεις εξευτελιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξευτελιστεί | είχε εξευτελιστεί | θα έχει εξευτελιστεί | να έχει εξευτελιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξευτελιστεί | είχαμε εξευτελιστεί | θα έχουμε εξευτελιστεί | να έχουμε εξευτελιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξευτελιστεί | είχατε εξευτελιστεί | θα έχετε εξευτελιστεί | να έχετε εξευτελιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξευτελιστεί | είχαν εξευτελιστεί | θα έχουν εξευτελιστεί | να έχουν εξευτελιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξευτελίζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εξευτελίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας