ξεφτελίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεφτελίζω < Κατά τον Ευάγγελο Πετρούνια[1], συμφυρμός των εξευτελίζω και ξεφτιλίζω
- < Κατά τον Μπαμπινιώτη[2], εξευτελίζω με σίγηση του αρκτικού άτονου [e]
- Η γραφή με < φ > έχει επικρατήσει. Δείτε και ξεφτιλίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kse.fteˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐φτε‐λί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαξεφτελίζω, αόρ.: ξεφτέλισα, παθ.φωνή: ξεφτελίζομαι, π.αόρ.: ξεφτελίστηκα, μτχ.π.π.: ξεφτελισμένος
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ξεφτιλίζω και του εξευτελίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεφτελίζω | ξεφτέλιζα | θα ξεφτελίζω | να ξεφτελίζω | ξεφτελίζοντας | |
β' ενικ. | ξεφτελίζεις | ξεφτέλιζες | θα ξεφτελίζεις | να ξεφτελίζεις | ξεφτέλιζε | |
γ' ενικ. | ξεφτελίζει | ξεφτέλιζε | θα ξεφτελίζει | να ξεφτελίζει | ||
α' πληθ. | ξεφτελίζουμε | ξεφτελίζαμε | θα ξεφτελίζουμε | να ξεφτελίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεφτελίζετε | ξεφτελίζατε | θα ξεφτελίζετε | να ξεφτελίζετε | ξεφτελίζετε | |
γ' πληθ. | ξεφτελίζουν(ε) | ξεφτέλιζαν ξεφτελίζαν(ε) |
θα ξεφτελίζουν(ε) | να ξεφτελίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεφτέλισα | θα ξεφτελίσω | να ξεφτελίσω | ξεφτελίσει | ||
β' ενικ. | ξεφτέλισες | θα ξεφτελίσεις | να ξεφτελίσεις | ξεφτέλισε | ||
γ' ενικ. | ξεφτέλισε | θα ξεφτελίσει | να ξεφτελίσει | |||
α' πληθ. | ξεφτελίσαμε | θα ξεφτελίσουμε | να ξεφτελίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεφτελίσατε | θα ξεφτελίσετε | να ξεφτελίσετε | ξεφτελίστε | ||
γ' πληθ. | ξεφτέλισαν ξεφτελίσαν(ε) |
θα ξεφτελίσουν(ε) | να ξεφτελίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεφτελίσει | είχα ξεφτελίσει | θα έχω ξεφτελίσει | να έχω ξεφτελίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεφτελίσει | είχες ξεφτελίσει | θα έχεις ξεφτελίσει | να έχεις ξεφτελίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεφτελίσει | είχε ξεφτελίσει | θα έχει ξεφτελίσει | να έχει ξεφτελίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεφτελίσει | είχαμε ξεφτελίσει | θα έχουμε ξεφτελίσει | να έχουμε ξεφτελίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεφτελίσει | είχατε ξεφτελίσει | θα έχετε ξεφτελίσει | να έχετε ξεφτελίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεφτελίσει | είχαν ξεφτελίσει | θα έχουν ξεφτελίσει | να έχουν ξεφτελίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεφτελίζομαι | ξεφτελιζόμουν(α) | θα ξεφτελίζομαι | να ξεφτελίζομαι | ||
β' ενικ. | ξεφτελίζεσαι | ξεφτελιζόσουν(α) | θα ξεφτελίζεσαι | να ξεφτελίζεσαι | ||
γ' ενικ. | ξεφτελίζεται | ξεφτελιζόταν(ε) | θα ξεφτελίζεται | να ξεφτελίζεται | ||
α' πληθ. | ξεφτελιζόμαστε | ξεφτελιζόμαστε ξεφτελιζόμασταν |
θα ξεφτελιζόμαστε | να ξεφτελιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεφτελίζεστε | ξεφτελιζόσαστε ξεφτελιζόσασταν |
θα ξεφτελίζεστε | να ξεφτελίζεστε | (ξεφτελίζεστε) | |
γ' πληθ. | ξεφτελίζονται | ξεφτελίζονταν ξεφτελιζόντουσαν |
θα ξεφτελίζονται | να ξεφτελίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεφτελίστηκα | θα ξεφτελιστώ | να ξεφτελιστώ | ξεφτελιστεί | ||
β' ενικ. | ξεφτελίστηκες | θα ξεφτελιστείς | να ξεφτελιστείς | ξεφτελίσου | ||
γ' ενικ. | ξεφτελίστηκε | θα ξεφτελιστεί | να ξεφτελιστεί | |||
α' πληθ. | ξεφτελιστήκαμε | θα ξεφτελιστούμε | να ξεφτελιστούμε | |||
β' πληθ. | ξεφτελιστήκατε | θα ξεφτελιστείτε | να ξεφτελιστείτε | ξεφτελιστείτε | ||
γ' πληθ. | ξεφτελίστηκαν ξεφτελιστήκαν(ε) |
θα ξεφτελιστούν(ε) | να ξεφτελιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεφτελιστεί | είχα ξεφτελιστεί | θα έχω ξεφτελιστεί | να έχω ξεφτελιστεί | ξεφτελισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεφτελιστεί | είχες ξεφτελιστεί | θα έχεις ξεφτελιστεί | να έχεις ξεφτελιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεφτελιστεί | είχε ξεφτελιστεί | θα έχει ξεφτελιστεί | να έχει ξεφτελιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεφτελιστεί | είχαμε ξεφτελιστεί | θα έχουμε ξεφτελιστεί | να έχουμε ξεφτελιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεφτελιστεί | είχατε ξεφτελιστεί | θα έχετε ξεφτελιστεί | να έχετε ξεφτελιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεφτελιστεί | είχαν ξεφτελιστεί | θα έχουν ξεφτελιστεί | να έχουν ξεφτελιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξεφτελισμένος - είμαστε, είστε, είναι ξεφτελισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξεφτελισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξεφτελισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξεφτελισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξεφτελισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξεφτελισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξεφτελισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεφτελίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ξεφτελίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.