Δείτε επίσης: ἀρκτικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρκτικός η αρκτική το αρκτικό
      γενική του αρκτικού της αρκτικής του αρκτικού
    αιτιατική τον αρκτικό την αρκτική το αρκτικό
     κλητική αρκτικέ αρκτική αρκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρκτικοί οι αρκτικές τα αρκτικά
      γενική των αρκτικών των αρκτικών των αρκτικών
    αιτιατική τους αρκτικούς τις αρκτικές τα αρκτικά
     κλητική αρκτικοί αρκτικές αρκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρκτικός < αρχαία ελληνική ἀρκτικός < ἄρκτος

  Επίθετο επεξεργασία

αρκτικός -ή -ό

  • που ζει στη περιοχή των άρκτων, ο παγερός και κρύος ή πολικός. Παλιότερα σήμαινε γενικά τον βόρειο, αλλά σήμερα προσδιορίζει ειδικά εκείνον που σχετίζεται με το Βόρειο Πόλο της γης.
    αρκτικός κύκλος
    κάνει αρκτικό κρύο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία




↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρκτικός η αρκτική το αρκτικό
      γενική του αρκτικού της αρκτικής του αρκτικού
    αιτιατική τον αρκτικό την αρκτική το αρκτικό
     κλητική αρκτικέ αρκτική αρκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρκτικοί οι αρκτικές τα αρκτικά
      γενική των αρκτικών των αρκτικών των αρκτικών
    αιτιατική τους αρκτικούς τις αρκτικές τα αρκτικά
     κλητική αρκτικοί αρκτικές αρκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρκτικός < (ελληνιστική κοινήἀρκτικός < αρχαία ελληνική ἄρχομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἄρχω

  Επίθετο επεξεργασία

αρκτικός, -ή, -ό

  1. άλλη μορφή του αρχικός
  2. (γραμματική) που βρίσκεται στην αρχή
     αντώνυμα: τελικός
    αρκτικό φωνήεν

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  • αρκτικοί χρόνοι: (γραμματική) οι χρόνοι ενός ρήματος από τους οποίους παράγονται οι υπόλοιποι

  Μεταφράσεις επεξεργασία