↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παγερός η παγερή το παγερό
      γενική του παγερού της παγερής του παγερού
    αιτιατική τον παγερό την παγερή το παγερό
     κλητική παγερέ παγερή παγερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παγεροί οι παγερές τα παγερά
      γενική των παγερών των παγερών των παγερών
    αιτιατική τους παγερούς τις παγερές τα παγερά
     κλητική παγεροί παγερές παγερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παγερός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή παγερός < αρχαία ελληνική πάγ(ος) + -ερός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ʝeˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐γε‐ρός

  Επίθετο

επεξεργασία

παγερός, -ή, -ό

  1. που σε κάνει να παγώνεις από το κρύο
    ⮡  η νύχτα ήταν παγερή
     συνώνυμα: ψυχρός, παγωμένος
  2. (μεταφορικά) που εκφράζει αδιαφορία ή εχθρότητα
    ⮡  παγερό χαμόγελο, παγερό χειροκρότημα
     αντώνυμα: θερμός, ζεστός

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πάγος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
πᾰγερο-
ονομαστική παγερός παγερᾱ́ τὸ παγερόν
      γενική τοῦ παγεροῦ τῆς παγερᾶς τοῦ παγεροῦ
      δοτική τῷ παγερ τῇ παγερ τῷ παγερ
    αιτιατική τὸν παγερόν τὴν παγερᾱ́ν τὸ παγερόν
     κλητική ! παγερέ παγερᾱ́ παγερόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ παγεροί αἱ παγεραί τὰ παγερᾰ́
      γενική τῶν παγερῶν τῶν παγερῶν τῶν παγερῶν
      δοτική τοῖς παγεροῖς ταῖς παγεραῖς τοῖς παγεροῖς
    αιτιατική τοὺς παγερούς τὰς παγερᾱ́ς τὰ παγερᾰ́
     κλητική ! παγεροί παγεραί παγερᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παγερώ τὼ παγερᾱ́ τὼ παγερώ
      γεν-δοτ τοῖν παγεροῖν τοῖν παγεραῖν τοῖν παγεροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παγερός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πάγ(ος) + -ερός

  Επίθετο

επεξεργασία

παγερός, -ά, -όν, συγκριτικός: παγερώτερος