Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγερά < παγερός

  Επίρρημα επεξεργασία

παγερά

  • με παγερό τρόπο
τον κοίταξε παγερά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

παγερά