παραθετικά
θετικός chilly
συγκριτικός chillier
υπερθετικός chilliest

Ετυμολογία

επεξεργασία
chilly < chill + -y

chilly (en)

  1. ψυχρός, που κρυώνει τόσο ώστε να αρχίζει να τρέμει
      a chilly evening - ψυχρή βραδιά
      In the evening it’s chilly.
    Το βραδάκι κάνει ψύχρα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη cold
  2. ψυχρός, εχθρικός
      a chilly reception/welcome - ψυχρή υποδοχή