Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός chilly
συγκριτικός chillier
υπερθετικός chilliest

  Ετυμολογία επεξεργασία

chilly < chill + -y

  Επίθετο επεξεργασία

chilly (en)

  1. που κρυώνει τόσο ώστε να αρχίζει να τρέμει
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cold
  2. (μεταφορικά) παγερός (απόμακρος, εχθρικός)