Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός cold
συγκριτικός colder
υπερθετικός coldest

cold (en)

  1. κρυώνω, κρύο, ψυχρός, θερμοκρασία χαμηλότερη από τη συνηθισμένη
    I am cold.
    Κρυώνω.
    If you are cold, we should go inside.
    Αν κρυώνεις, να πάμε μέσα.
    It's cold!
    Κάνει κρύο!
    cold weather - ψυχρός καιρός
     συνώνυμα:  chilly και cool
  2. κρύος, δροσερός, κρυώνω, φαγητό ή ποτό που δεν θερμαίνεται ή ψύχεται μετά το μαγείρεμα
    cold water - κρύο νερό
    a cold drink - δροσερό ποτό/αναψυκτικό
    Your coffee will get cold.
    Θα κρυώσει ο καφές σου.
  3. ψυχρός, για ένα άτομο χωρίς αίσθημα που δεν είναι φιλικό
    He's cold with everyone.
    Είναι ψυχρός με όλους.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cold colds

cold (en)

  1. (μετρήσιμο) το συνάχι, το κρύωμα, το κρυολόγημα
    I have/I catch a cold.
    Έχω/κολλάω συνάχι.
    It looks like I have a cold coming on.
    Μου φαίνεται ότι θα με πιάσει συνάχι.
    I am catching a cold.
    Αρπάζω κρύωμα/κρυολόγημα.
    I have a cold.
    Συναχώνομαι.
    Children get/catch colds easily.
    Τα παιδιά συναχώνονται εύκολα.
    You didn’t dress the child well and gave him a cold.
    Δεν το έντυσες καλά το παιδί και το συνάχωσες.
    You will catch a cold if you go out without a coat.
    Θα κρυώσεις αν βγεις χωρίς παλτό.
    He has a cold and is sneezing non-stop.
    Είναι κρυωμένος και φταρνίζεται συνέχεια.
     συνώνυμα:  chill και common cold
  2. (μη μετρήσιμο) το κρύο