cold
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | cold |
συγκριτικός | colder |
υπερθετικός | coldest |
cold (en)
- κρυώνω, κρύο, ψυχρός, θερμοκρασία χαμηλότερη από τη συνηθισμένη
- κρύος, δροσερός, κρυώνω, φαγητό ή ποτό που δεν θερμαίνεται ή ψύχεται μετά το μαγείρεμα
- ⮡ cold water - κρύο νερό
- ⮡ a cold drink - δροσερό ποτό/αναψυκτικό
- ⮡ Your coffee will get cold.
- Θα κρυώσει ο καφές σου.
- ψυχρός, για ένα άτομο χωρίς αίσθημα που δεν είναι φιλικό
- ⮡ He's cold with everyone.
- Είναι ψυχρός με όλους.
- ⮡ He's cold with everyone.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cold | colds |
cold (en)
- (μετρήσιμο) το συνάχι, το κρύωμα, το κρυολόγημα
- ⮡ I have/I catch a cold.
- Έχω/κολλάω συνάχι.
- ⮡ It looks like I have a cold coming on.
- Μου φαίνεται ότι θα με πιάσει συνάχι.
- ⮡ I am catching a cold.
- Αρπάζω κρύωμα/κρυολόγημα.
- ⮡ I have a cold.
- ⮡ Children get/catch colds easily.
- Τα παιδιά συναχώνονται εύκολα.
- ⮡ You didn’t dress the child well and gave him a cold.
- Δεν το έντυσες καλά το παιδί και το συνάχωσες.
- ⮡ You will catch a cold if you go out without a coat.
- Θα κρυώσεις αν βγεις χωρίς παλτό.
- ⮡ He has a cold and is sneezing non-stop.
- Είναι κρυωμένος και φταρνίζεται συνέχεια.
- ≈ συνώνυμα: chill και common cold
- ⮡ I have/I catch a cold.
- (μη μετρήσιμο) το κρύο
Πηγές
επεξεργασία- cold (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- cold (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- cold (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 483, 844. ISBN 9780194325684., λήμμα: κρύωμα, κρυώνω, συνάχι