chill
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
chill | chills |
chill (en)
Σύνθετα επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | chill |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chills |
αόριστος | chilled |
παθητική μετοχή | chilled |
ενεργητική μετοχή | chilling |
chill (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κρυώνω, το φαγητό ή το ποτό γίνεται δροσερό ή όταν κάποιος το κρυώνει, γίνεται πολύ κρύο αλλά δεν παγώνει
Πηγές επεξεργασία
- chill (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- chill (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- chill (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 483. ISBN 9780194325684., λήμμα: κρυώνω