chill
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chill | chills |
chill (en)
Σύνθετα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | chill |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chills |
αόριστος | chilled |
παθητική μετοχή | chilled |
ενεργητική μετοχή | chilling |
chill (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παγώνω, κρυώνω, για φαγητό ή ποτό που γίνεται πολύ κρύο αλλά δεν μεταβάλλεται σε πάγο
- ⮡ White wine is served cold or, better yet, chilled, but never hot.
- Το άσπρο κρασί σερβίρεται κρύο ή, καλύτερα, παγωμένο, ποτέ όμως ζεστό.
- ⮡ It’s served chilled for maximum enjoyment.
- Σερβίρεται παγωμένη για μέγιστη απόλαυση.
- ⮡ Chill it before serving it.
- Παγώστε το πριν το σερβίρετε.
- ⮡ Put the wine in the fridge to chill.
- Βάλε το κρασί στο ψυγείο να παγώσει/κρυώσει.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cool
- ⮡ White wine is served cold or, better yet, chilled, but never hot.
Πηγές
επεξεργασία- chill (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- chill (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- chill (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 483. ISBN 9780194325684., λήμμα: κρυώνω