cool
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- cool < αγγλοσαξονική cōl < πρωτογερμανική *kōlaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gel- (κρύος)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
cool (en)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
cool (en)
cool (en)
cool (en)