cool
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- cool < αγγλοσαξονική cōl < πρωτογερμανική *kōlaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gel- (κρύος)
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | cool |
συγκριτικός | cooler |
υπερθετικός | coolest |
cool (en)
- δροσερός, κρυώνω, που είναι μέτρια κρύος
- (ανεπίσημο) καταπληκτικός, χρησιμοποιείται για να δείξω ότι θαυμάζω ή εγκρίνω κάποιον ή κάτι επειδή είναι μοντέρνο, ελκυστικό και συχνά διαφορετικό
- ↪ It’s a cool movie.
- Είναι καταπληκτική η ταινία.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fashionable
- ↪ It’s a cool movie.
- (ανεπίσημο) θαυμάσιος, χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που μου αρέσει
- ↪ It would be cool if you could come.
- Θα ήταν θαυμάσιο αν ερχόσουν.
- ↪ It would be cool if you could come.
- (ανεπίσημο) πολύ ωραία, τέλεια, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι εγκρίνω κάτι ή συμφωνώ με μια πρόταση
- ↪ -“Can you come at ten thirty tomorrow?” -“Yeah, that’s cool.”
- -«Μπορείς να έρθεις στις δέκα και μισή αύριο;» -«Ναι πολύ ωραία.»
- ↪ -“We’re meeting for lunch and in the afternoon we’ll take a ride on the yacht.” -“Cool!”
- -«Θα συναντήσουμε για μεσημεριανό και το απόγευμα θα κάνουμε βόλτα με το γιοτ.» -«Τέλεια!»
- ↪ I was surprised that she got the job, but I’m cool with it.
- Ξαφνιάστηκα που πήρε τη θέση, αλλά δε με νοιάζει κιόλας.
- ↪ -“Can you come at ten thirty tomorrow?” -“Yeah, that’s cool.”
- ψύχραιμος, ήρεμος, ατάραχος
- ψυχρός, όχι φιλικό, ενδιαφέρον ή ενθουσιώδες
- ↪ They gave him a cool reception.
- Του έκαναν ψυχρή υποδοχή.
- ↪ They gave him a cool reception.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό, ανεπίσημο) ολόκληρος, στρογγυλός, χρησιμοποιείται για ένα ποσό για να τονίσει πόσο μεγάλο είναι
- ↪ I walked a cool 30 miles in a day!
- Περπάτησα 30 ολόκληρα μίλια σε μια μέρα!
- ↪ It cost me a cool million.
- Μου κόστισε ένα στρογγυλό εκατομμύριο.
- ↪ I walked a cool 30 miles in a day!
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
cool (en) (μόνο ενικός)
- η δροσιά
- ↪ in the cool of the evening - στη βραδινή δροσιά
Εκφράσεις επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | cool |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cools |
αόριστος | cooled |
παθητική μετοχή | cooled |
ενεργητική μετοχή | cooling |
cool (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κρυώνω, ψύχω, δροσίζω, κάνω κάτι πιο κρύο ή γίνομαι περισσότερο κρύο
- (αμετάβατο) πέφτω, κρυώνω, γίνομαι πιο ήρεμος, λιγότερο ενθουσιασμένος ή λιγότερο ενθουσιώδης
Παράγωγα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- cool (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- cool (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- cool (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 483, 697-699. ISBN 9780194325684., λήμμα: κρυώνω, πέφτω