Ετυμολογία

επεξεργασία
cool < αγγλοσαξονική cōl < πρωτογερμανική *kōlaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gel- (κρύος)

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός cool
συγκριτικός cooler
υπερθετικός coolest

cool (en)

  1. δροσερός, κρυώνω, που είναι μέτρια κρύος
    ⮡  cool water - δροσερό νερό
    ⮡  a cool dress - δροσερό φόρεμα
    ⮡  It’s cool under the trees.
    Είναι δροσερά κάτω από τα δέντρα.
    ⮡  Today was relatively cool compared to yesterday.
    Σήμερα είχαμε σχετική δροσιά σε σύγκριση με τη χτεσινή μέρα.
    ⮡  Your coffee will get cool.
    Θα κρυώσει ο καφές σου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cold
  2. (ανεπίσημο) καταπληκτικός, χρησιμοποιείται για να δείξω ότι θαυμάζω ή εγκρίνω κάποιον ή κάτι επειδή είναι μοντέρνο, ελκυστικό και συχνά διαφορετικό
    ⮡  It’s a cool movie.
    Είναι καταπληκτική η ταινία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fashionable
  3. (ανεπίσημο) θαυμάσιος, χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που μου αρέσει
    ⮡  It would be cool if you could come.
    Θα ήταν θαυμάσιο αν ερχόσουν.
  4. (ανεπίσημο) πολύ ωραία, τέλεια, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι εγκρίνω κάτι ή συμφωνώ με μια πρόταση
    ⮡  -“Can you come at ten thirty tomorrow?” -“Yeah, that’s cool.”
    -«Μπορείς να έρθεις στις δέκα και μισή αύριο;» -«Ναι πολύ ωραία
    ⮡  -“We’re meeting for lunch and in the afternoon we’ll take a ride on the yacht.” -“Cool!”
    -«Θα συναντήσουμε για μεσημεριανό και το απόγευμα θα κάνουμε βόλτα με το γιοτ.» -«Τέλεια
    ⮡  I was surprised that she got the job, but I’m cool with it.
    Ξαφνιάστηκα που πήρε τη θέση, αλλά δε με νοιάζει κιόλας.
  5. ψύχραιμος, ήρεμος, ατάραχος
    ⮡  I am remaining cool.
    Παραμένω ψύχραιμος.
    ⮡  a cool-headed driver - ψύχραιμος οδηγός
    ⮡  He kept a cool head.
    Διατήρησε την ψυχραιμία του.
    ⮡  a cool character - ήρεμος χαρακτήρας
    ⮡  They stayed cool.
    Έμειναν ατάραχοι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη calm
  6. ψυχρός, όχι φιλικό, ενδιαφέρον ή ενθουσιώδες
    ⮡  They gave him a cool reception.
    Του έκαναν ψυχρή υποδοχή.
  7. (μόνο πριν από το ουσιαστικό, ανεπίσημο) ολόκληρος, στρογγυλός, χρησιμοποιείται για ένα ποσό για να τονίσει πόσο μεγάλο είναι
    ⮡  I walked a cool 30 miles in a day!
    Περπάτησα 30 ολόκληρα μίλια σε μια μέρα!
    ⮡  It cost me a cool million.
    Μου κόστισε ένα στρογγυλό εκατομμύριο.

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cool (en) (μόνο ενικός)

  • η δροσιά
    ⮡  in the cool of the evening - στη βραδινή δροσιά

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας cool
γ΄ ενικό ενεστώτα cools
αόριστος cooled
παθητική μετοχή cooled
ενεργητική μετοχή cooling

cool (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κρυώνω, ψύχω, δροσίζω, κάνω κάτι πιο κρύο ή γίνομαι περισσότερο κρύο
    ⮡  Blow on the soup to cool it.
    Φύσα τη σούπα να κρυώσει.
    ⮡  Put the wine in the fridge to cool.
    Βάλε το κρασί στο ψυγείο να κρυώσει.
    ⮡  The weather is starting to cool.
    Ο καιρός άρχισε να κρυώνει.
     συνώνυμα:  chill, cool down και cool off
  2. (αμετάβατο) πέφτω, κρυώνω, γίνομαι πιο ήρεμος, λιγότερο ενθουσιασμένος ή λιγότερο ενθουσιώδης
    ⮡  His enthusiasm/anger hasn't cooled yet.
    Δεν έπεσε ακόμα ο ενθουσιασμός/θυμός του.
    ⮡  His love/friendship seems to have cooled.
    Η αγάπη/φιλία του φαίνεται να κρύωσε.
     συνώνυμα: cool down, → και δείτε τη λέξη decrease

Παράγωγα

επεξεργασία