- cool down < → δείτε τις λέξεις cool και down
cool down (en)
- (μεταβατικό) κρυώνω, κάνω κάτι πιο κρύο
- ↪ Blow on the soup to cool it down.
- Φύσα τη σούπα να κρυώσει.
- ↪ Put the wine in the fridge to cool it down.
- Βάλε το κρασί στο ψυγείο να κρυώσει.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cool
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ηρεμώ, γίνομαι ήρεμος, λιγότερο ενθουσιασμένος ή λιγότερο ενθουσιώδης
- ↪ when our class cooled down - όταν ηρέμησε η τάξη μας
- ↪ Much time passed before she cooled down.
- Πέρασε πολλή ώρα ώσπου να ηρεμήσει.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη relax
- (αμετάβατο, οικονομία) πέφτω λίγο
- ↪ Prices cooled down a little.
- Οι τιμές πέσαν λίγο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη decrease
- (αμετάβατο) κρυώνω, γίνομαι περισσότερο κρύο
- ↪ Blow on the soup so it cools down.
- Φύσα τη σούπα να κρυώσει.
- ↪ Put the wine in the fridge to cool down.
- Βάλε το κρασί στο ψυγείο να κρυώσει.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cool