cool down
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | cool down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cools down |
αόριστος | cooled down |
παθητική μετοχή | cooled down |
ενεργητική μετοχή | cooling down |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
cool down (en)
- (μεταβατικό) κρυώνω, κάνω κάτι πιο κρύο
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ηρεμώ, γίνομαι ήρεμος, λιγότερο ενθουσιασμένος ή λιγότερο ενθουσιώδης
- (αμετάβατο, οικονομία) πέφτω λίγο
- (αμετάβατο) κρυώνω, γίνομαι περισσότερο κρύο