κρυώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακρυώνω, πρτ.: κρύωνα, στ.μέλλ.: θα κρυώσω, αόρ.: κρύωσα, μτχ.π.π.: κρυωμένος
- (μεταβατικό) κάνω κάτι πιο κρύο, του χαμηλώνω τη θερμοκρασία
- (αμετάβατο) πέφτει η θερμοκρασία μου
- το φαγητό κρύωσε πια, δεν τρώγεται έτσι
- (αμετάβατο) αισθάνομαι το εξωτερικό ψύχος
- Κρυώνω πολύ! Θα ανάψω το τζάκι να ζεσταθώ.
- (αμετάβατο) (στους συνοπτικούς χρόνους) αδιαθετώ, αρπάζω κρύωμα και δεν αισθάνομαι καλά
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαμεταβατικά:
έννοια "αισθάνομαι το κρύο":
έννοια "αδιαθετώ"
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κρυώνω | κρύωνα | θα κρυώνω | να κρυώνω | κρυώνοντας | |
β' ενικ. | κρυώνεις | κρύωνες | θα κρυώνεις | να κρυώνεις | κρύωνε | |
γ' ενικ. | κρυώνει | κρύωνε | θα κρυώνει | να κρυώνει | ||
α' πληθ. | κρυώνουμε | κρυώναμε | θα κρυώνουμε | να κρυώνουμε | ||
β' πληθ. | κρυώνετε | κρυώνατε | θα κρυώνετε | να κρυώνετε | κρυώνετε | |
γ' πληθ. | κρυώνουν(ε) | κρύωναν κρυώναν(ε) |
θα κρυώνουν(ε) | να κρυώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κρύωσα | θα κρυώσω | να κρυώσω | κρυώσει | ||
β' ενικ. | κρύωσες | θα κρυώσεις | να κρυώσεις | κρύωσε | ||
γ' ενικ. | κρύωσε | θα κρυώσει | να κρυώσει | |||
α' πληθ. | κρυώσαμε | θα κρυώσουμε | να κρυώσουμε | |||
β' πληθ. | κρυώσατε | θα κρυώσετε | να κρυώσετε | κρυώστε | ||
γ' πληθ. | κρύωσαν κρυώσαν(ε) |
θα κρυώσουν(ε) | να κρυώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κρυώσει | είχα κρυώσει | θα έχω κρυώσει | να έχω κρυώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κρυώσει | είχες κρυώσει | θα έχεις κρυώσει | να έχεις κρυώσει | έχε κρυωμένο | |
γ' ενικ. | έχει κρυώσει | είχε κρυώσει | θα έχει κρυώσει | να έχει κρυώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κρυώσει | είχαμε κρυώσει | θα έχουμε κρυώσει | να έχουμε κρυώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κρυώσει | είχατε κρυώσει | θα έχετε κρυώσει | να έχετε κρυώσει | έχετε κρυωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν κρυώσει | είχαν κρυώσει | θα έχουν κρυώσει | να έχουν κρυώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κρυωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κρυωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κρυωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κρυωμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κάνω κάτι πιο κρύο
αρπάζω κρύωμα