Ετυμολογία

επεξεργασία
μαργώνω < μεσαιωνική ελληνική μαργώνω < αρχαία ελληνική μαργάω < μάργος

μαργώνω

  1. (αμετάβατο) κρυώνω και δεν μπορώ να κουνήσω τα μέλη μου, μουδιάζω από το κρύο
    Εκεί που φτερουγίζει ο νους, / εκεί που ξημερώνει, / μαργώνουν τα πουλιά της γης / κι ούτε ένα δεν ζυγώνει (Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Αερικό)
  2. (μεταβατικό) κρυώνω κάτι/κάποιον
    Ο αέρας ή ακόμη κρύος και του μάργωνε τα δάχτυλα και κάπου κάπου οι πλάτες του ανατρίχιαζαν (Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Ο Κατάδικος)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία