Ετυμολογία

επεξεργασία

μαργώνω

  1. (λαϊκό, αμετάβατο) κρυώνω και δεν μπορώ να κουνήσω τα μέλη μου, μουδιάζω από το κρύο
    Εκεί που φτερουγίζει ο νους, / εκεί που ξημερώνει, / μαργώνουν τα πουλιά της γης / κι ούτε ένα δεν ζυγώνει (Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Αερικό)
  2. (λαϊκό, μεταβατικό) κρυώνω κάτι/κάποιον
    Ο αέρας ή ακόμη κρύος και του μάργωνε τα δάχτυλα και κάπου κάπου οι πλάτες του ανατρίχιαζαν (Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Ο Κατάδικος)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

μαργώνω (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

  1. (αμετάβατο) ξεπαγιάζω από το κρύο
      16ος/17ος αιώνας Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Α' στίχ. 1747 (1747-1748) σελ. 62 Νικόλαος Γλυκύς, Εν Βενετία: Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων, 1813 / σελ. 51, Εν Βενετία: Εκ του τυπογραφείου του Αγίου Γεωργίου, 1860.
    Ἐμάργωνεν εἰς τὴ φωτιὰν, κʼ ἤβραζε στὸν ἀέρα,
    εἶχε τὸν Ἥλιο σκοτεινὸν καὶ μαύρη τὴν ἡμέρα.
  2. (μεταβατικό, μεταφορικά) μειώνω, ελαττώνω
      16ος/17ος αιώνας Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Γ' στίχ. 823 (823-824) σελ. 189 Νικόλαος Γλυκύς, Εν Βενετία: Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων, 1813 / σελ. 158, Εν Βενετία: Εκ του τυπογραφείου του Αγίου Γεωργίου, 1860.
    Γιατὶ τὰ τόσα γερατιὰ τὴν ὄρεξη μαργώνουν,
    τὴν δύναμιν λιγαίνουσι, τὸν φόβον δυναμώνουν.

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία