Ετυμολογία

επεξεργασία
μουδιάζω < μεσαιωνική ελληνική μουδιῶ[1] + -άζω < αρχαία ελληνική αἱμωδιάω / αἱμωδιῶ / αἱμωδέω / αἱμωδῶ < αἷμα[2] + ὀδούς / ὀδών (δόντι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /muˈðʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μου‐διά‐ζω

μουδιάζω

  1. αισθάνομαι μια (προσωρινή) αναισθησία σε κάποιο μέλος του σώματος
     συνώνυμα: ναρκώνομαι, μυρμηγκιάζω
  2. επιφέρω μια (προσωρινή) αναισθησία σε κάποιο μέλος του σώματος
     συνώνυμα: ναρκώνω
  3. (μεταφορικά) δεν ξέρω πώς να ενεργήσω, παραμένω άπραγος και αδρανής
     συνώνυμα: ζαρώνω, μαζεύομαι
  4. (μεταφορικά) φέρνω κάποιον σε τέτοια κατάσταση, που να μην ξέρει πώς να ενεργήσει, να παραμένει άπραγος και αδρανής

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  1. μουδιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ο Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: αιμωδία, υποθέτει ότι ετυμολογείται από τον αμάρτυρο τύπο *αἱμός=πόνος.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία