μυρμηγκιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μυρμηγκιάζω < (ελληνιστική κοινή) μυρμηκιῶ
Ρήμα
επεξεργασίαμυρμηγκιάζω
- μοιάζω σαν τα μυρμήγκια (ως πλήθος ή κίνηση)
- νιώθω μυρμήγκιασμα, μούδιασμα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μυρμηγκιάζω | μυρμήγκιαζα | θα μυρμηγκιάζω | να μυρμηγκιάζω | μυρμηγκιάζοντας | |
β' ενικ. | μυρμηγκιάζεις | μυρμήγκιαζες | θα μυρμηγκιάζεις | να μυρμηγκιάζεις | μυρμήγκιαζε | |
γ' ενικ. | μυρμηγκιάζει | μυρμήγκιαζε | θα μυρμηγκιάζει | να μυρμηγκιάζει | ||
α' πληθ. | μυρμηγκιάζουμε | μυρμηγκιάζαμε | θα μυρμηγκιάζουμε | να μυρμηγκιάζουμε | ||
β' πληθ. | μυρμηγκιάζετε | μυρμηγκιάζατε | θα μυρμηγκιάζετε | να μυρμηγκιάζετε | μυρμηγκιάζετε | |
γ' πληθ. | μυρμηγκιάζουν(ε) | μυρμήγκιαζαν μυρμηγκιάζαν(ε) |
θα μυρμηγκιάζουν(ε) | να μυρμηγκιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μυρμήγκιασα | θα μυρμηγκιάσω | να μυρμηγκιάσω | μυρμηγκιάσει | ||
β' ενικ. | μυρμήγκιασες | θα μυρμηγκιάσεις | να μυρμηγκιάσεις | μυρμήγκιασε | ||
γ' ενικ. | μυρμήγκιασε | θα μυρμηγκιάσει | να μυρμηγκιάσει | |||
α' πληθ. | μυρμηγκιάσαμε | θα μυρμηγκιάσουμε | να μυρμηγκιάσουμε | |||
β' πληθ. | μυρμηγκιάσατε | θα μυρμηγκιάσετε | να μυρμηγκιάσετε | μυρμηγκιάστε | ||
γ' πληθ. | μυρμήγκιασαν μυρμηγκιάσαν(ε) |
θα μυρμηγκιάσουν(ε) | να μυρμηγκιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μυρμηγκιάσει | είχα μυρμηγκιάσει | θα έχω μυρμηγκιάσει | να έχω μυρμηγκιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις μυρμηγκιάσει | είχες μυρμηγκιάσει | θα έχεις μυρμηγκιάσει | να έχεις μυρμηγκιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει μυρμηγκιάσει | είχε μυρμηγκιάσει | θα έχει μυρμηγκιάσει | να έχει μυρμηγκιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μυρμηγκιάσει | είχαμε μυρμηγκιάσει | θα έχουμε μυρμηγκιάσει | να έχουμε μυρμηγκιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε μυρμηγκιάσει | είχατε μυρμηγκιάσει | θα έχετε μυρμηγκιάσει | να έχετε μυρμηγκιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μυρμηγκιάσει | είχαν μυρμηγκιάσει | θα έχουν μυρμηγκιάσει | να έχουν μυρμηγκιάσει |
|