tingle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | tingle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tingles |
αόριστος | tingled |
παθητική μετοχή | tingled |
ενεργητική μετοχή | tingling |
Ρήμα
επεξεργασίαtingle (en)
- (αμετάβατο) μουδιάζω, μυρμηγκιάζω, μυρμηδίζω, για ένα μέρος του σώματός μου όπου νιώθω σαν να υπάρχουν πολλά μικρά συνεχή τσιμπήματα
- ⮡ My legs were tingling from lying around and I got up to go for a walk.
- Μούδιασε από το καθισιό και σηκώθηκε να κάνει μια βόλτα.
- ⮡ My hands are tingling from the cold.
- Τα χέρια μου μυρμηδίζουν από το κρύο.
- ⮡ Shake your legs to stop the tingling (feeling).
- Κούνησε τα πόδια σου να ξεμουδιάσουν.
- ⮡ My legs were tingling from lying around and I got up to go for a walk.