ενεστώτας tingle
γ΄ ενικό ενεστώτα tingles
αόριστος tingled
παθητική μετοχή tingled
ενεργητική μετοχή tingling

tingle (en)

  • (αμετάβατο) μουδιάζω, μυρμηγκιάζω, μυρμηδίζω, για ένα μέρος του σώματός μου όπου νιώθω σαν να υπάρχουν πολλά μικρά συνεχή τσιμπήματα
    ⮡  My legs were tingling from lying around and I got up to go for a walk.
    Μούδιασε από το καθισιό και σηκώθηκε να κάνει μια βόλτα.
    ⮡  My hands are tingling from the cold.
    Τα χέρια μου μυρμηδίζουν από το κρύο.
    ⮡  Shake your legs to stop the tingling (feeling).
    Κούνησε τα πόδια σου να ξεμουδιάσουν.

Δείτε επίσης

επεξεργασία