Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεμουδιάζω < ξε- + μουδιάζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kse.muˈðʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐μου‐διά‐ζω

ξεμουδιάζω, αόρ.: ξεμούδιασα, μτχ.π.π.: ξεμουδιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. ξεπιάνομαι, προσπαθώ κάποιο μέλος του σώματός μου να αποκτήσει την φυσιολογική κινητικότητα και το αίμα σε αυτό να επανέλθει στην κανονική του κυκλοφορία
    ※  Σκέφτηκα πως θα ήθελε να σηκωθεί λίγο στο δωμάτιο να ξεμουδιάσει. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
  2. (μεταφορικά) ανακτώ την άνεσή μου, αναθαρρώ μετά από μια αμήχανη περίοδο ή στιγμή
    Ο κόσμος ξεμούδιασε όταν ο κεντρικός ομιλητής στη συγκέντρωση...

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία