Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεμουδιάζω < ξε- + μουδιάζω

ξεμουδιάζω, αόρ.: ξεμούδιασα, μτχ.π.π.: ξεμουδιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. ξεπιάνομαι, προσπαθώ κάποιο μέλος του σώματός μου να αποκτήσει την φυσιολογική κινητικότητα και το αίμα σε αυτό να επανέλθει στην κανονική του κυκλοφορία
      Σκέφτηκα πως θα ήθελε να σηκωθεί λίγο στο δωμάτιο να ξεμουδιάσει. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
  2. (μεταφορικά) ανακτώ την άνεσή μου, αναθαρρώ μετά από μια αμήχανη περίοδο ή στιγμή
    Ο κόσμος ξεμούδιασε όταν ο κεντρικός ομιλητής στη συγκέντρωση...

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία