ξεμουδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kse.muˈðʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐μου‐διά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαξεμουδιάζω, αόρ.: ξεμούδιασα, μτχ.π.π.: ξεμουδιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- ξεπιάνομαι, προσπαθώ κάποιο μέλος του σώματός μου να αποκτήσει την φυσιολογική κινητικότητα και το αίμα σε αυτό να επανέλθει στην κανονική του κυκλοφορία
- ※ Σκέφτηκα πως θα ήθελε να σηκωθεί λίγο στο δωμάτιο να ξεμουδιάσει. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- (μεταφορικά) ανακτώ την άνεσή μου, αναθαρρώ μετά από μια αμήχανη περίοδο ή στιγμή
- Ο κόσμος ξεμούδιασε όταν ο κεντρικός ομιλητής στη συγκέντρωση...
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μουδιάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεμουδιάζω | ξεμούδιαζα | θα ξεμουδιάζω | να ξεμουδιάζω | ξεμουδιάζοντας | |
β' ενικ. | ξεμουδιάζεις | ξεμούδιαζες | θα ξεμουδιάζεις | να ξεμουδιάζεις | ξεμούδιαζε | |
γ' ενικ. | ξεμουδιάζει | ξεμούδιαζε | θα ξεμουδιάζει | να ξεμουδιάζει | ||
α' πληθ. | ξεμουδιάζουμε | ξεμουδιάζαμε | θα ξεμουδιάζουμε | να ξεμουδιάζουμε | ||
β' πληθ. | ξεμουδιάζετε | ξεμουδιάζατε | θα ξεμουδιάζετε | να ξεμουδιάζετε | ξεμουδιάζετε | |
γ' πληθ. | ξεμουδιάζουν(ε) | ξεμούδιαζαν ξεμουδιάζαν(ε) |
θα ξεμουδιάζουν(ε) | να ξεμουδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεμούδιασα | θα ξεμουδιάσω | να ξεμουδιάσω | ξεμουδιάσει | ||
β' ενικ. | ξεμούδιασες | θα ξεμουδιάσεις | να ξεμουδιάσεις | ξεμούδιασε | ||
γ' ενικ. | ξεμούδιασε | θα ξεμουδιάσει | να ξεμουδιάσει | |||
α' πληθ. | ξεμουδιάσαμε | θα ξεμουδιάσουμε | να ξεμουδιάσουμε | |||
β' πληθ. | ξεμουδιάσατε | θα ξεμουδιάσετε | να ξεμουδιάσετε | ξεμουδιάστε | ||
γ' πληθ. | ξεμούδιασαν ξεμουδιάσαν(ε) |
θα ξεμουδιάσουν(ε) | να ξεμουδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεμουδιάσει | είχα ξεμουδιάσει | θα έχω ξεμουδιάσει | να έχω ξεμουδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεμουδιάσει | είχες ξεμουδιάσει | θα έχεις ξεμουδιάσει | να έχεις ξεμουδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεμουδιάσει | είχε ξεμουδιάσει | θα έχει ξεμουδιάσει | να έχει ξεμουδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεμουδιάσει | είχαμε ξεμουδιάσει | θα έχουμε ξεμουδιάσει | να έχουμε ξεμουδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεμουδιάσει | είχατε ξεμουδιάσει | θα έχετε ξεμουδιάσει | να έχετε ξεμουδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεμουδιάσει | είχαν ξεμουδιάσει | θα έχουν ξεμουδιάσει | να έχουν ξεμουδιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεμουδιάζω