Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
stretch stretches

stretch (en)

  1. έκταση, προέκταση, άπλωμα
  2. λωρίδα εδάφους, ζώνη έκτασης
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το τέντωμα, μια πράξη τεντώματος των χεριών ή των ποδιών ή του σώματός σας και τραβήγματος των μυών. την κατάσταση του τεντώματος
    a morning stretch - πρωινό τέντωμα
    body stretch - τέντωμα του κορμιού

Παράγωγα επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας stretch
γ΄ ενικό ενεστώτα stretches
αόριστος stretched
παθητική μετοχή stretched
ενεργητική μετοχή stretching

stretch (en)

  1. (μεταβατικό) τεντώνω, τραβάω κάτι ώστε να είναι σφιχτό
    I stretch a rope tight.
    Τεντώνω ένα σχοινί.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) τεντώνω, τεντώνομαι, ανακλαδίζομαι, βάζω τα χέρια ή τα πόδια μου προς τα έξω και ίσια και σφίγγω τους μυς μου
    I am stretching my legs.
    Τεντώνω τα πόδια μου.
    He got out of bed and stretched.
    Σηκώθηκε από το κρεβάτι και τεντώθηκε.
    He sat up in bed and stretched.
    Ανακάθισε στο κρεβάτι κι ανακλαδίστηκε.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) απλώνω, τείνω, βγάζω ένα χέρι ή ένα πόδι για να φτάσω σε κάτι
    I stretch out my arms.
    Απλώνω τα χέρια μου.
    He stretched out his arm to grab the book.
    Άπλωσε το χέρι του να πιάσει βιβλίο.
    The bird stretched its wings.
    Το πουλί άπλωσε τα φτερά του.
    I stretch my hand out to someone.
    Tείνω το χέρι σε κάποιον.
     συνώνυμα: → δείτε τον όρο reach out
  4. (αμετάβατο) απλώνομαι, σε μια έκταση
    The desert stretched for hundreds of miles.
    Η έρημος απλωνόταν εκατοντάδες μίλια.
    The forest stretches as far as the eye can see.
    Το δάσος απλωνόταν όσο έφτανε το μάτι.
    The forest stretches along the road.
    Κατά μήκος του δρόμου απλώνεται το δάσος.
  5. (αμετάβατο) απλώνομαι, συνεχίζω για ένα χρονικό διάστημα
    You are young and your life stretches ahead of you.
    Είσαι νέος και η ζωή απλώνεται μπροστά σου.

  Πηγές επεξεργασία