↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμούδιαστος η αμούδιαστη το αμούδιαστο
      γενική του αμούδιαστου της αμούδιαστης του αμούδιαστου
    αιτιατική τον αμούδιαστο την αμούδιαστη το αμούδιαστο
     κλητική αμούδιαστε αμούδιαστη αμούδιαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμούδιαστοι οι αμούδιαστες τα αμούδιαστα
      γενική των αμούδιαστων των αμούδιαστων των αμούδιαστων
    αιτιατική τους αμούδιαστους τις αμούδιαστες τα αμούδιαστα
     κλητική αμούδιαστοι αμούδιαστες αμούδιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμούδιαστος < α- + μουδιάζω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αμούδιαστος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία