μαζεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maˈze.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ζεύ‐ο‐μαι
- ομόηχο: μαζεύομε
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαμαζεύομαι, π.αόρ.: μαζεύτηκα, μτχ.π.π.: μαζεμένος
- παθητική φωνή του ρήματος μαζεύω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαζεύομαι | μαζευόμουν(α) | θα μαζεύομαι | να μαζεύομαι | ||
β' ενικ. | μαζεύεσαι | μαζευόσουν(α) | θα μαζεύεσαι | να μαζεύεσαι | (μαζεύου) | |
γ' ενικ. | μαζεύεται | μαζευόταν(ε) | θα μαζεύεται | να μαζεύεται | ||
α' πληθ. | μαζευόμαστε | μαζευόμαστε μαζευόμασταν |
θα μαζευόμαστε | να μαζευόμαστε | ||
β' πληθ. | μαζεύεστε | μαζευόσαστε μαζευόσασταν |
θα μαζεύεστε | να μαζεύεστε | (μαζεύεστε) | |
γ' πληθ. | μαζεύονται | μαζεύονταν μαζευόντουσαν |
θα μαζεύονται | να μαζεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαζεύτηκα | θα μαζευτώ | να μαζευτώ | μαζευτεί | ||
β' ενικ. | μαζεύτηκες | θα μαζευτείς | να μαζευτείς | μαζέψου | ||
γ' ενικ. | μαζεύτηκε | θα μαζευτεί | να μαζευτεί | |||
α' πληθ. | μαζευτήκαμε | θα μαζευτούμε | να μαζευτούμε | |||
β' πληθ. | μαζευτήκατε | θα μαζευτείτε | να μαζευτείτε | μαζευτείτε | ||
γ' πληθ. | μαζεύτηκαν μαζευτήκαν(ε) |
θα μαζευτούν(ε) | να μαζευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μαζευτεί | είχα μαζευτεί | θα έχω μαζευτεί | να έχω μαζευτεί | μαζεμένος | |
β' ενικ. | έχεις μαζευτεί | είχες μαζευτεί | θα έχεις μαζευτεί | να έχεις μαζευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει μαζευτεί | είχε μαζευτεί | θα έχει μαζευτεί | να έχει μαζευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μαζευτεί | είχαμε μαζευτεί | θα έχουμε μαζευτεί | να έχουμε μαζευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε μαζευτεί | είχατε μαζευτεί | θα έχετε μαζευτεί | να έχετε μαζευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μαζευτεί | είχαν μαζευτεί | θα έχουν μαζευτεί | να έχουν μαζευτεί |