Ετυμολογία

επεξεργασία

μαζεύω, αόρ.: μάζεψα/έμασα (λαϊκότροπο), παθ.φωνή: μαζεύομαι, π.αόρ.: μαζεύτηκα, μτχ.π.π.: μαζεμένος

  1. συγκεντρώνω
    παράδειγμα  Η συγκέντρωση μάζεψε κόσμο στην πλατεία
    παράδειγμα  Θα μαζευτούμε στου Κώστα
    παράδειγμα  Δεν πας στην πλατεία να μαζέψεις καμιά φορά τα παιδιά στο σπίτι;
  2. ομαδοποιώ έμψυχα και άψυχα, μονάδες που είναι σκόρπιες τις συλλέγω, τις τακτοποιώ ή τις αποθηκεύω
    παράδειγμα  μάζεψα τα μαλλιά μου
    παράδειγμα  μαζεύουμε ραδίκια, ελιές, μαζεύει τ' αρνιά στο μαντρί
    παράδειγμα  μαζεύω γραμματόσημα
    παράδειγμα  μαζεύω χρήματα για τις διακοπές
  3. παίρνω κάτι από κάπου που δεν είναι η θέση του
    παράδειγμα  Μάζεψε τις κάλτσες σου από την κουζίνα!
    παράδειγμα  Εσκυψα και μάζεψα τα πεσμένα χαρτιά ενώ τα είχε ρίξει άλλος.
  4. ζητώ από κάποιον να δείξει συστολή, να περιοριστεί, ανακαλώ στην τάξη
    παράδειγμα  μαζέψου λίγο!, μάζευ' τη γλώσσα σου!
    παράδειγμα  Μάζεψε τα πόδια μου για να περάσει ο ηλικιωμένος.
    παράδειγμα  Μάζεψε τα κουλά σου και μην τα ξαναπλώσεις στο παιδί!
    παράδειγμα  Δεν θα μαζευτείς σπίτι καμιά φορά;
    παράδειγμα  Τη φλέρταρε, αλλά μαζεύτηκε όταν έμαθε ότι ενδιαφερόταν για εκείνην ο καλύτερος φίλος του.
    παράδειγμα  Θα σου τον μαζέψω εγώ. Θα δει αυτός!
  5. μικραίνω, κονταίνω, συρρικνώνω, συστέλλω
    παράδειγμα  ο ράφτης μάζεψε το παντελόνι
    παράδειγμα  Το πουλόβερ μάζεψε στην πλύση και δε μου χωράει πια.
  6. (αργκό) κερδίζω στο καζίνο, στα χαρτιά
    παράδειγμα  τους τα μάζεψα, μάζεψα όλο το χαρτί (το χρήμα δηλαδή)
  7.  και δείτε το παθητικό  μαζεύομαι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δε σχετίζεται ετυμολογικά το μαζώνω, μάζα

  • και οι λαϊκότροποι τύποι, αόριστος έμασα εξαρτημένος τύπος: θα μάσω, έχω μάσει

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
μαζεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαζεύω < ελληνιστική κοινή ὁμαδεύω (όψιμη ελληνιστική συγκεντρώνω) < αρχαία ελληνική ὁμάς < ομού. Με την επίδραση του συνώνυμου μαζώνω (διαφορετικής ετυμολογίας: < μᾶζα [1] [2] ή με παρετυμολογία από το μαζί [3] < μᾶζα.

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 9602310367. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. μαζεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας