μαζεύω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μαζεύω < ή από το ελληνιστικό ὁμαδεύω (συγκεντρώνω) (<αρχαία ελληνική ὁμαδέω, ὁμός,ὁμάς) ή από το μαζί (μάζα-μᾶζα < μάσσω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
μαζεύω
- συγκεντρώνω, ομαδοποιώ έμψυχα και άψυχα, μονάδες που είναι σκόρπιες τις συλλέγω, τις τακτοποιώ ή τις αποθηκεύω
- Η συγκέντρωση μάζεψε κόσμο στην πλατεία
- Δεν πας στην πλατεία να μαζέψεις καμιά φορά τα παιδιά στο σπίτι;
- Μάζεψα τα μαλλιά μου - Μάζεψα ραδίκια-ελιές-τα αρνία στο μαντρί
- Μαζεύω γραμματόσημα-Μαζεύω χρήματα για τις διακοπές
- παίρνω κάτι από κάπου που δεν είναι η θέση του
- Μάζεψε τις κάλτσες σου από την κουζίνα
- Εσκυψα και μάζεψα τα πεσμένα χαρτιά ενώ τα είχε ρίξει άλλος
- ζητώ από κάποιον να περιοριστεί, τον ανακαλώ στην τάξη
- Μάζεψε τα πόδια μου για να περάσει ο ηλικιωμένος
- Μάζεψε τα κουλά σου και μην τα ξαναπλώσεις στο παιδί!
- Μάζεψε τη γλώσσα σου!
- Θα σου τον μαζέψω εγώ. Θα δει αυτός!
- μικραίνω, κονταίνω, συρρικνώνω, συστέλλω
- Ο ράφτης μάζεψε το παντελόνι
- (αργκό) κερδίζω στο καζίνο, στα χαρτιά
- Τους τα μάζεψα -Μάζεψα όλο το χαρτί (το χρήμα δηλαδή)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- τις μαζεύω, τις μαζεύω γερά → βλέπε έκφραση: τρώω ξύλο
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαζεύω | μάζευα | θα μαζεύω | να μαζεύω | μαζεύοντας | |
β' ενικ. | μαζεύεις | μάζευες | θα μαζεύεις | να μαζεύεις | μάζευε | |
γ' ενικ. | μαζεύει | μάζευε | θα μαζεύει | να μαζεύει | ||
α' πληθ. | μαζεύουμε | μαζεύαμε | θα μαζεύουμε | να μαζεύουμε | ||
β' πληθ. | μαζεύετε | μαζεύατε | θα μαζεύετε | να μαζεύετε | μαζεύετε | |
γ' πληθ. | μαζεύουν(ε) | μάζευαν μαζεύαν(ε) |
θα μαζεύουν(ε) | να μαζεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μάζεψα | θα μαζέψω | να μαζέψω | μαζέψει | ||
β' ενικ. | μάζεψες | θα μαζέψεις | να μαζέψεις | μάζεψε | ||
γ' ενικ. | μάζεψε | θα μαζέψει | να μαζέψει | |||
α' πληθ. | μαζέψαμε | θα μαζέψουμε | να μαζέψουμε | |||
β' πληθ. | μαζέψατε | θα μαζέψετε | να μαζέψετε | μαζέψτε | ||
γ' πληθ. | μάζεψαν μαζέψαν(ε) |
θα μαζέψουν(ε) | να μαζέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μαζέψει | είχα μαζέψει | θα έχω μαζέψει | να έχω μαζέψει | ||
β' ενικ. | έχεις μαζέψει | είχες μαζέψει | θα έχεις μαζέψει | να έχεις μαζέψει | ||
γ' ενικ. | έχει μαζέψει | είχε μαζέψει | θα έχει μαζέψει | να έχει μαζέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε μαζέψει | είχαμε μαζέψει | θα έχουμε μαζέψει | να έχουμε μαζέψει | ||
β' πληθ. | έχετε μαζέψει | είχατε μαζέψει | θα έχετε μαζέψει | να έχετε μαζέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν μαζέψει | είχαν μαζέψει | θα έχουν μαζέψει | να έχουν μαζέψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαζεύομαι | μαζευόμουν(α) | θα μαζεύομαι | να μαζεύομαι | ||
β' ενικ. | μαζεύεσαι | μαζευόσουν(α) | θα μαζεύεσαι | να μαζεύεσαι | (μαζεύου) | |
γ' ενικ. | μαζεύεται | μαζευόταν(ε) | θα μαζεύεται | να μαζεύεται | ||
α' πληθ. | μαζευόμαστε | μαζευόμαστε μαζευόμασταν |
θα μαζευόμαστε | να μαζευόμαστε | ||
β' πληθ. | μαζεύεστε | μαζευόσαστε μαζευόσασταν |
θα μαζεύεστε | να μαζεύεστε | (μαζεύεστε) | |
γ' πληθ. | μαζεύονται | μαζεύονταν μαζευόντουσαν |
θα μαζεύονται | να μαζεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαζεύτηκα | θα μαζευτώ | να μαζευτώ | μαζευτεί | ||
β' ενικ. | μαζεύτηκες | θα μαζευτείς | να μαζευτείς | μαζέψου | ||
γ' ενικ. | μαζεύτηκε | θα μαζευτεί | να μαζευτεί | |||
α' πληθ. | μαζευτήκαμε | θα μαζευτούμε | να μαζευτούμε | |||
β' πληθ. | μαζευτήκατε | θα μαζευτείτε | να μαζευτείτε | μαζευτείτε | ||
γ' πληθ. | μαζεύτηκαν μαζευτήκαν(ε) |
θα μαζευτούν(ε) | να μαζευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μαζευτεί | είχα μαζευτεί | θα έχω μαζευτεί | να έχω μαζευτεί | μαζεμένος | |
β' ενικ. | έχεις μαζευτεί | είχες μαζευτεί | θα έχεις μαζευτεί | να έχεις μαζευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει μαζευτεί | είχε μαζευτεί | θα έχει μαζευτεί | να έχει μαζευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μαζευτεί | είχαμε μαζευτεί | θα έχουμε μαζευτεί | να έχουμε μαζευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε μαζευτεί | είχατε μαζευτεί | θα έχετε μαζευτεί | να έχετε μαζευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μαζευτεί | είχαν μαζευτεί | θα έχουν μαζευτεί | να έχουν μαζευτεί |
ΚλισηΕπεξεργασία
Υπάρχουν εκτός των ανωτέρω και οι λαϊκότροποι τύποι έμασα και θα μάσω, έχω μάσει