ηλικιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ηλικιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ηλικιώνομαι
Μετοχή
επεξεργασία
ηλικιωμένος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ηλικία
- ηλικιώνομαι
- ηλικιώτης αρσενικό, ηλικιώτις θηλυκό
Σύνθετα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασίαΣυνήθως λέγεται για ανθρώπους άνω των 60 χρονών.