Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ηλικιώνομαι < μεσαιωνική ελληνική ἡλικιόομαι / ἡλικιοῡμαι / ἡλικιώνομαι < αρχαία ελληνική ἡλικία < ἧλιξ

  ΡήμαΕπεξεργασία

ηλικιώνομαι

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία