Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενηλικιώνομαι < μεσαιωνική ελληνική ἐνηλικιόω[1] < ελληνιστική κοινή ἐνηλικιόομαι < ἐνήλικος < αρχαία ελληνική ἐν ἡλικίᾳ

  Ρήμα επεξεργασία

ενηλικιώνομαι, π.αόρ.: ενηλικιώθηκα, μτχ.π.π.: ενηλικιωμένος (σπάνιος ενεργητικός τύπος ενηλικιώνω)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ἐνηλικιόω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)