Δείτε επίσης: ενηλικιώνομαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενηλικιώνω < μεσαιωνική ελληνική ἐνηλικιόω[1] < ελληνιστική κοινή ἐνηλικιόομαι < ἐνήλικος < αρχαία ελληνική ἐν ἡλικίᾳ

ενηλικιώνω, αόρ.: ενηλικίωσα, παθ.φωνή: ενηλικιώνομαι(συνήθως), π.αόρ.: ενηλικιώθηκα, μτχ.π.π.: ενηλικιωμένος

  • (σπάνιο) κάνω κάποιον ενήλικο, συμβάλλω ή εξωθώ στο να γίνει κάποιος ενήλικος
    ※  Είναι σαν να ενηλικιώνω τις φιγούρες αυτές και να τις βάζω να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα του πραγματικού κόσμου και όχι τα ανύπαρκτα του χρωματιστού κουτιού τους, [1] εφημερίδα Τα Νέα, 2016
    ※  τη σύμπραξη των βασικών εκπροσώπων της στα πολιτικά δρώμενα της εποχής που τους ενηλικιώνει (πόλεμος, κατοχή, αντίσταση, απελευθέρωση) (Δ.Ν. Μαρωνίτης, 2005)
    ※  από τα παιδικά μου χρόνια και την εμπειρία μου εδώ, τώρα την ενηλικιώνεις μ' έναν τρόπο εντυπωσιακό, κάνοντάς της μία πρόταση γάμου (Ειρήνη Αντωνίου, Οι αποχρώσεις της κόκκινης ομπρέλας)
    ※  Ας τους δώσουμε την δυνατότητα να είναι παιδιά μέχρι τότε που πρέπει και ας μην τα ενηλικιώνουμε νωρίτερα, μόνο κακό τους κάνουμε [2] (από το διαδίκτυο)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ἐνηλικιόω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)