Ετυμολογία

επεξεργασία

συμβάλλω, πρτ.: συνέβαλλα, αόρ.: συνέβαλα, παθ.φωνή: συμβάλλομαι, π.αόρ.: συμβλήθηκα/συνεβλήθην, μτχ.π.π.: συμβλημένος/συμβεβλημένος

  1. ενώνομαι
  2. βοηθώ, συνεισφέρω, συντείνω σε μια κοινή προσπάθεια για την επίτευξη ενός σκοπού
  3. {στην παθητική φωνή, νομικός όρος)  δείτε τη λέξη συμβάλλομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα