συμβεβλημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμβεβλημένος: όπως αρχαία ελληνική συμβεβλημένος < συμ- + βεβλημένος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siɱ.ve.vliˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐βε‐βλη‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίασυμβεβλημένος, -η -ο (λόγιο)
- μετοχή παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό του ρήματος συμβάλλω
- (νομικός όρος) η πλευρά που έχει υπογράψει μια συμφωνία με μίαν άλλη πλευρά
- συμβεβλημένες χώρες
- είναι εκείνος που έχει συμφωνήσει, συμβληθεί με κάποιον μια σύμβαση ανταλλαγής υπηρεσιών/αγαθών
- (νομικός όρος) η πλευρά που έχει υπογράψει μια συμφωνία με μίαν άλλη πλευρά
Άλλες μορφές
επεξεργασία- συμβλημένος (στη δημοτική, σπανιότερο)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη συμβάλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμβεβλημένος
|
Πηγές
επεξεργασία- συμβεβλημένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συμβεβλημένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίασυμβεβλημένος, -η -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου του ρήματος συμβάλλω