Ετυμολογία

επεξεργασία
συμβάλλομαι < αρχαία ελληνική συμβάλλομαι, μέση-παθητική φωνή του ρήματος συμβάλλω

συμβάλλομαι μετοχή ενεστώτα συμβαλλόμενος, μετοχή παρακειμένου συμβεβλημένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία