Προφορά 1

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkɑntɹækt/ (βρετανικό)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
contract contracts

contract (en)

  • το συμβόλαιο, η σύμβαση
    ⮡  the terms of the contract - οι όροι του συμβολαίου
    ⮡  I’m working on contract for an indefinite duration.
    Δουλεύω με σύμβαση αόριστης διάρκειας.

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • one-sided contract revision, unconscionable contract: για συμβόλαιο που τροποποιήθηκε μόνο από τον ένα συμβαλλόμενο

  Προφορά 2

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kənˈtɹækt/ (βρετανικό)
ενεστώτας contract
γ΄ ενικό ενεστώτα contracts
αόριστος contracted
παθητική μετοχή contracted
ενεργητική μετοχή contracting

contract (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συστέλλω, σφίγγω, γίνομαι λιγότερο ή μικρότερος ή κάνω κάτι να γίνει λιγότερο ή μικρότερο
    ⮡  Metals contract when they cool.
    Τα μέταλλα συστέλλονται όταν ψύχονται.
    ⮡  Muscular tension occurs when the body's muscles contract for a long period of time.
    Η μυϊκή ένταση συμβαίνει όταν οι μύες του σώματος συστέλλονται για μεγάλο χρονικό διάστημα.
    ⮡  I am contracting my muscles.
    Σφίγγω τους μυς μου.
  2. (μεταβατικό, επίσημο) κολλάω μεταδοτική αρρώστια, αρρωσταίνω
    ⮡  I contract a disease by exposure to something contagious.
    Κολλάω αρρώστια λόγω έκθεσης σε κάτι μεταδοτικό.
     συνώνυμα:  catch, come down with και get
  3. (μεταβατικό) συμβάλλομαι, κάνω μια νομική συμφωνία με κάποιον για να δουλέψει για μένα ή να μου παρέχει μια υπηρεσία
    ⮡  The engineers are contracted with the city.
    Οι μηχανικοί συμβάλλονται με την πόλη.