ενεστώτας come down with
γ΄ ενικό ενεστώτα comes down with
αόριστος came down with
παθητική μετοχή come down with
ενεργητική μετοχή coming down with

  Ετυμολογία

επεξεργασία
come down with < → δείτε τις λέξεις come, down και with

come down with (en)

  • (χωρίς παθητική φωνή) κολλάω, με ρίχνει κάτω, πέφτω κάτω με, έχω μια αρρώστια
    ⮡  I came down with the flu.
    Κόλλησα γρίπη.
    ⮡  I have come down with the flu.
    Με ρίχνει κάτω η γρίπη./Πέφτω κάτω με γρίπη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη contract