αρρωσταίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρρωσταίνω < αρχαία ελληνική ἀρρωστέω / ἀρρωστῶ
Ρήμα
επεξεργασίααρρωσταίνω
- (αμετάβατο) προσβάλλομαι από μια αρρώστια ή ασθένεια, μου επιβαρύνει την υγεία κάποια νόσος
- το χειμώνα όλο αρρωσταίνει είτε από κρύωμα είτε από γρίπη
- (μεταφορικά) χάνω την καλή μου διάθεση ολοκληρωτικά
- αρρωσταίνω από τη ζήλια
- (μεταβατικό) γίνομαι η αιτία που χειροτερεύει η υγεία κάποιου
- πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι ο φόβος απόλυσης από τη δουλειά μάς αρρωσταίνει
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρρωσταίνω