σύμβαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύμβαση | οι | συμβάσεις |
γενική | της | σύμβασης* | των | συμβάσεων |
αιτιατική | τη | σύμβαση | τις | συμβάσεις |
κλητική | σύμβαση | συμβάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμβάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σύμβαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύμβα(σις) (συμβάδιση, συμφωνία) + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε σύμ- + βάσις
- για τις κοινωνικές συμβάσεις < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική conventions, πληθυντικός του convention.[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsiɱ.va.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύμ‐βα‐ση
- παρώνυμο: σύμφαση
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σύμβαση θηλυκό
- (συνήθως στον πληθυντικό) η γραπτή ή άγραφη συμφωνία μεταξύ των μελών μιας ομάδας ή κοινωνίας ότι θα υιοθετήσουν ορισμένες συνήθειες ή πρακτικές
- ⮡ Κάποτε οι κοινωνικές συμβάσεις δεν επέτρεπαν στις γυναίκες να φοράνε παντελόνια.
- ⮡ Οι συντάκτες του Βικιλεξικού έχουν με τον καιρό υιοθετήσει ορισμένες συμβάσεις για τη μορφοποίηση των λημμάτων.
- γραπτό κείμενο συμφωνίας - συνθήκης με δεσμευτική ισχύ για όσους το υπέγραψαν
- ⮡ εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας
- ⮡ η διεθνής σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού
- ※ Διά της συμβάσεως μισθώσεως εργασίας, ο μεν εκμισθωτής δικαιούται να παρέχει εφ' ορισμένον ή αόριστον χρόνον την εργασίαν αυτού εις τον μισθωτήν, ούτος δε να καταβάλη τον συμφωνηθέντα μισθόν. (άρθρο 648, παράγραφος 1 του Εργατικού Δικαίου. καθαρεύουσα, μεταγραφή σε μονοτονικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
άγραφη συμφωνία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ σύμβαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας