catch
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενεστώτας | catch |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | catches |
αόριστος | caught |
παθητική μετοχή | caught |
ενεργητική μετοχή | catching |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
ΡήμαΕπεξεργασία
catch (en)
ενεστώτας | catch |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | catches |
αόριστος | caught |
παθητική μετοχή | caught |
ενεργητική μετοχή | catching |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
catch (en)