catchy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | catchy |
συγκριτικός | catchier |
υπερθετικός | catchiest |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαcatchy (en)
- πιασάρικος, για μουσική ή τα λόγια μιας διαφήμισης που είναι ευχάριστα και απομνημονεύονται εύκολα
- ⮡ a catchy one-liner/tune - πιασάρικη ατάκα/μελωδία