παραθετικά
θετικός catchy
συγκριτικός catchier
υπερθετικός catchiest

  Ετυμολογία

επεξεργασία
catchy < catch + -y

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkætʃi/ & /ˈkɛtʃi/

  Επίθετο

επεξεργασία

catchy (en)

  • πιασάρικος, για μουσική ή τα λόγια μιας διαφήμισης που είναι ευχάριστα και απομνημονεύονται εύκολα
    ⮡  a catchy one-liner/tune - πιασάρικη ατάκα/μελωδία