Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πιασάρικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πιασάρικ
ος
η
πιασάρικ
η
το
πιασάρικ
ο
γενική
του
πιασάρικ
ου
της
πιασάρικ
ης
του
πιασάρικ
ου
αιτιατική
τον
πιασάρικ
ο
την
πιασάρικ
η
το
πιασάρικ
ο
κλητική
πιασάρικ
ε
πιασάρικ
η
πιασάρικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πιασάρικ
οι
οι
πιασάρικ
ες
τα
πιασάρικ
α
γενική
των
πιασάρικ
ων
των
πιασάρικ
ων
των
πιασάρικ
ων
αιτιατική
τους
πιασάρικ
ους
τις
πιασάρικ
ες
τα
πιασάρικ
α
κλητική
πιασάρικ
οι
πιασάρικ
ες
πιασάρικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πιασάρικος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
πιασάρικος
που δημιουργεί αποδοχή, που δείχνει να δημιουργεί εμπορική επιτυχία ανεξάρτητα αν είναι καλός ή όχι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πιασάρικος
αγγλικά
:
catchy
(en)