πιασάρικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πιασάρικος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπιασάρικος
- που δημιουργεί αποδοχή, που δείχνει να δημιουργεί εμπορική επιτυχία ανεξάρτητα αν είναι καλός ή όχι
Μεταφράσεις
επεξεργασία πιασάρικος