Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας catch up
γ΄ ενικό ενεστώτα catches up
αόριστος caught up
παθητική μετοχή caught up
ενεργητική μετοχή catching up

  Ετυμολογία επεξεργασία

catch up < → δείτε τις λέξεις catch και up

  Ρήμα επεξεργασία

catch up (en)

  1. προλαβαίνω, προφταίνω, φτάνω σε κάποιον που είναι μπροστά γιατί πάει πιο γρήγορα
    Go ahead and I’ll catch up to you.
    Πήγαινε μπροστά και θα σε προλάβω.
    He caught up with him halfway.
    Τον πρόφτασε στα μισά του δρόμου.
    You go ahead and I will catch up with you.
    Προχώρησε εσύ και εγώ θα σε φτάσω.
  2. προλαβαίνω, φτάνω στο ίδιο επίπεδο με κάποιον που ήταν πιο προχωρημένος
    You must work hard to catch up with the rest of the class.
    Πρέπει να δουλέψεις πολύ για να προλάβεις την υπόλοιπη τάξη.

  Πηγές επεξεργασία