ενεστώτας catch on
γ΄ ενικό ενεστώτα catches on
αόριστος caught on
παθητική μετοχή caught on
ενεργητική μετοχή catching on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
catch on < → δείτε τις λέξεις catch και on

catch on (en)

  1. πιάνω, γίνεται δημοφιλές ή μοντέρνο
    ⮡  The new fashion caught on.
    Η νέα μόδα έπιασε.
  2. (ανεπίσημο) αρχίζω να καταλαβαίνω, μπαίνω στο νόημα
    ⮡  He doesn’t catch on very quick, does he?
    Δεν μπαίνει στο νόημα γρήγορα, ε;
    ⮡  When he caught on to what I was hinting at…
    Όταν μπήκε στο νόημά του τι ήθελα να πω απέξω απέξω…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη understand