καταλαβαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταλαβαίνω < μεσαιωνική ελληνική καταλαβαίνω < αρχαία ελληνική καταλαμβάνω < κατά + λαμβάνω
Ρήμα
επεξεργασίακαταλαβαίνω
Συγγενικά
επεξεργασία- ακαταλαβίστικα
- ακαταλαβίστικος
- πολυκαταλαβαίνω
- στραβοκαταλαβαίνω
- → δείτε τις λέξεις καταλαμβάνω, κατά και λαμβάνω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταλαβαίνω | καταλάβαινα | θα καταλαβαίνω | να καταλαβαίνω | καταλαβαίνοντας | |
β' ενικ. | καταλαβαίνεις | καταλάβαινες | θα καταλαβαίνεις | να καταλαβαίνεις | καταλάβαινε | |
γ' ενικ. | καταλαβαίνει | καταλάβαινε | θα καταλαβαίνει | να καταλαβαίνει | ||
α' πληθ. | καταλαβαίνουμε | καταλαβαίναμε | θα καταλαβαίνουμε | να καταλαβαίνουμε | ||
β' πληθ. | καταλαβαίνετε | καταλαβαίνατε | θα καταλαβαίνετε | να καταλαβαίνετε | καταλαβαίνετε | |
γ' πληθ. | καταλαβαίνουν(ε) | καταλάβαιναν καταλαβαίναν(ε) |
θα καταλαβαίνουν(ε) | να καταλαβαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατάλαβα | θα καταλάβω | να καταλάβω | καταλάβει | ||
β' ενικ. | κατάλαβες | θα καταλάβεις | να καταλάβεις | κατάλαβε | ||
γ' ενικ. | κατάλαβε | θα καταλάβει | να καταλάβει | |||
α' πληθ. | καταλάβαμε | θα καταλάβουμε | να καταλάβουμε | |||
β' πληθ. | καταλάβατε | θα καταλάβετε | να καταλάβετε | καταλάβετε | ||
γ' πληθ. | κατάλαβαν καταλάβαν(ε) |
θα καταλάβουν(ε) | να καταλάβουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταλάβει | είχα καταλάβει | θα έχω καταλάβει | να έχω καταλάβει | ||
β' ενικ. | έχεις καταλάβει | είχες καταλάβει | θα έχεις καταλάβει | να έχεις καταλάβει | ||
γ' ενικ. | έχει καταλάβει | είχε καταλάβει | θα έχει καταλάβει | να έχει καταλάβει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταλάβει | είχαμε καταλάβει | θα έχουμε καταλάβει | να έχουμε καταλάβει | ||
β' πληθ. | έχετε καταλάβει | είχατε καταλάβει | θα έχετε καταλάβει | να έχετε καταλάβει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταλάβει | είχαν καταλάβει | θα έχουν καταλάβει | να έχουν καταλάβει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταλαβαίνω
|